Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Η Καινούρια μου τραμπούκα

 

Η ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΜΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΚΑ  

Αφήγημα                                                                     Του Μπάμπη Κοιλιάρη


Κάθε χρόνο τις γιορτές το δώρο του θείου μου ήταν μια καινούρια τραμπούκα. Μουσικός βλέπεις ο ίδιος τι άλλο δώρο θα μου 'κανε για να με μπάσει στα κόλπα της μουσικής. Και γιατί κάθε χρόνο άλλη; Μα για τον απλούστατο λόγο πως μικρούλης καθώς ήμουνα, η τραμπούκα γλιστρούσε από τα άπειρα μικρά χέρια μου και γινόταν χίλια κομμάτια στο πάτωμα. Περιττό να πω το κλάμα που έκανα γιατί έχανα ένα από τα πιο αγαπημένα παιχνίδια μου, αλλά και από τις φωνές της μάνας μου, που έπρεπε γιορτιάτικα να μαζεύει τα σπασμένα μου.

Ναι! Πράγματι η τραμπούκα ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. θες το σχήμα της, ο βαθύς και ήπιος ήχος της, που δεν έμοιαζε με τα τουμπανάκια και τα κουδούνια, η αίσθηση στα δάχτυλα και η επαφή με την φούσκα; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που με έκανε να τη θέλω τόσο. Όσο μεγάλωνα, μεγάλωνε και η τραμπούκα του θείου. Μόλις την έφερνε, παραμονές Χριστουγέννων, της έβαζε ένα σχοινάκι εμπρός και μετρώντας τις διαστάσεις μου, το έδενε στο πίσω μέρος. Κι εγώ καμαρωτός και κορδωμένος, άρχιζα όλο χαρά να τραγου­δώ τα κάλαντα για να τον ευχαριστήσω. Εκείνος, χαρούμενος πως το δώρο του έπιασε τόπο, μου έδινε και μποναμά επί πλέον.

 Σιγά - σιγά περνούσαν τα χρόνια και πήγα στο σχολείο. Ο αυθορμητι­σμός άρχισε να δίνει τη θέση του στη λογική. Ήμουν πολύ ντροπαλός και συ­νεσταλμένος, αλλά και πιο προσεκτικός. Δεν ξανάσπασα ποτέ πια τραμπούκα, παρά ένα μόνο μικρό κομμάτι στο πίσω μέρος και τη φούσκα που έμαθα να την αλλάζω μόνος μου. Κατέβαινα στη Χώρα, στα χασαπιά κι αγόραζα μια κα­λή φούσκα, χωρίς νεύρα και πετσιά. Αφού την έβρεχα σε χλιαρό νερό την τέντωνα πάνω στην τρύπα της τραμπούκας και την έδενα μ' ένα σπάγκο. Για καλύτερη ακουστική, το κούρδισμα γινόταν πάνω από τη σόμπα, τρίβοντας την απαλά με τις ψίχες των δακτύλων μέχρι να ακουστεί ο κατάλληλος ήχος.

 Τις παραμονές ντυνόμαστε καλά και βγαίναμε δύο -δύο στην γειτονιά για τα κά­λαντα. Στην αρχή πηγαίναμε σε συγγενικά σπίτια για να ξεθαρρέψουμε και στη συνέχεια σε ξένα, χωρίς όμως να ξεμακραίνουμε και πολύ από το σπίτι. Όλοι οι φίλοι και οι συμμαθητές μου, καθώς περνούσαν τα χρόνια, προσπαθούσαν να με πείσουν να κατέβω μαζί τους την παραμονή στη Χώρα. Εκεί μάζευαν πολλά λεφτά από τα κα­ταστήματα. Έδιναν τάλιρα και δεκάρικα μερικές φορές. Όχι φραγκάκι φραγκάκι!!!

 - Έλα μαζί μας κι εσύ που παίζεις ωραία τραμπούκα , μου λέγανε. Μα εγώ, τίποτα. Ντρεπόμουν.

 Μια χρονιά, παραμονή Πρωτοχρονιάς, θυμάμαι που ο καιρός ήταν γλυκός, συννεφιά μεν αλλά ούτε βροχή ούτε κρύο. Εκείνη τη φορά πήρα τη συγκατάθεση της μάνας μου και κατέβηκα μαζί με τους άλλους στη Χώρα με τα πόδια. Εκείνοι ήξεραν τα κατατόπια. Χωρι­στήκαμε σε ομάδες για να καλύψουμε όσο μεγαλύτερη περιοχή μπορούσαμε. Εγώ μαζί με το Λάμπρο πήραμε τα Μαυροπαπουτσίδικα μέχρι το Μπαλουκ-χανά.

 Όμως τι ήταν ετούτο που μας έτυχε. Στο πρώτο μαγαζί που μπήκαμε και πριν καλά-καλά προλάβουμε να αρχίσουμε τα κάλαντα, ακούμε από πίσω μας μια στριγκλιά που έσπασε η χολή μας. Ένα κλαρίνο κι ένα ντέφι έπαιζαν τόσο δυνατά, που δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας για να φύγουμε. Ευτυχώς! πριν αρχίσει καλά -καλά ο γύφτος, ο υπάλληλος τον σταμάτησε και αφού εκείνος μας εκτόπισε με τη χοντρή κοιλιά του, πέρασε στο ταμείο να πάρει τα χρήματα που του πρόσφερε ο καταστηματάρχης για να τον βγάλει από το κε­φάλι του. Έδωσε και σε μας κάτι χωρίς να τα πούμε.

 Εντύπωση μου έκανε η φουκαριάρα η μαϊμού. Την έσερνε πίσω του αλυσοδεμένη και αυτή κοίταζε όλους με αδιάκριτη περιέργεια. Άραγε τι σχέση έχει η μαϊμού με τα Χριστούγεννα; Αναρωτήθηκα. Κρατούσε κι καθρεφτάκι κι ένα άδειο κραγιόν. Τότε πρόσεξα τα χείλια της που ήταν κατακόκκινα. Δεν άργησε ο γύφτος να κάνει το νούμερό του.

-Τι κάνει η Αλίκη Βουγιουκλάκη πριν βγει στο θέατρο; Την ρώτησε. Εκείνη του έριξε μια ματιά ως επιβεβαίωση της εντολής και άρχισε να τρίβει το τελειωμένο κραγιόν στο πρόσωπό της ενώ κοιταζόταν μέσα στο θαμπό και ραγισμένο καθρεφτάκι της. Γέλασα, αλλά κατά βάθος την λυπήθηκα. Τι τραβάει το ζωντανό… σκέφτηκα.

 Βγαίνοντας πήραμε διαφορετική κατεύθυνση από το γύφτο για να μην ξαναβρεθούμε μαζί και πήραμε το επόμενο στενό. Εκεί, συναντήσαμε άλλο θέαμα. Ένας τσιριχτός ήχος που έβαινε μέσα από ένα τουλούμι. Κάποιος το ζουλούσε στη μασχάλη του κι αυτό έσκουζε. Ο άλλος χτυπούσε με μανία ένα τουμπί που είχε κρεμασμένο μπρος του. Πριν προλάβουμε να μπούμε στα μαγαζιά, χωνόταν αυτοί. Ωχ. Κατέβηκαν οι Αγιωργούσοι! Είπε κάποιος. Δυο μαντιλοδεμένοι με κεχριμπαρένιες μαντίλες, θαρρείς και κάποιος πριν τους έσπασε το κεφάλι, έπαιζαν τα κάλαντα με γκάιντες.

- Άηντες!!! είπα­με τότε κι οι δυο μας. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε φράγκο με όλους ετού­τους που βρέθηκαν στο δρόμο μας.

 Μέχρι που πέσαμε πάνω σε ένα τσούρμο με προσκόπους. Μου άρεσαν οι πρόσκοποι με τα μεγάλα καπέλα, τις κονκάρδες και τα μαντηλάκια στο λαιμό. Έπαιζαν και ωραία τυμπανοκρουσία που με συνεπήρε και τους ακολουθήσαμε για λίγο μέχρι την Απλωταριά. Σαν σε παρέλαση!!

  Αλλάξαμε πάλι σοκάκι, και τούτη τη φορά είμαστε πιο τυχεροί. Πέσαμε σε μια γειτονιά που πολλά απ’ τα σπίτια είχαν ένα κόκκινο φωτάκι στην εξώπορτα. Ρώτησα τον Λάμπρο αλλά δεν ήξερε γιατί τα είχαν. Ήταν ήσυχα. Μόνο πιτσιρικάδες και κάποιοι φαντάροι τριγύριζαν. Οι κυρίες με τα φανταχτερά φορέματα και τις πλεκτές μπέρτες, μας έδιναν αρκετά. Ένα γραμμόφωνο έπαιζε λαϊκά στο γωνιακό καφενείο. Παραφωνία μεν, ωραία δε. Τι να πεις. Ο κόσμος διασκεδάζει τέτοιες μέρες όπως μπορεί. Ε, κι ο θείος μου παίζει μπουζούκι στους «Τρεις μύλους», δεν λέει μόνο τα κάλαντα!!

 Εκεί όμως που έπεφτε το πιο χοντρό μπαξίσι ήταν στα χασαπιά. Οι χασάπηδες ήταν πάντα ανοιχτοχέρηδες. Το φυσούσαν και ειδικά τέτοιες μέρες ο κόσμος άφηνε πολλά λεφτά για τα κρέατα. Αν και μου ερχόταν μια αναγούλα από την μυρωδιά του ωμού κρέατος, συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε στο νονό μου. Χασάπης κι αυτός, έχει χοντρό πορτοφόλι και βέβαια απολάμβανα πάντα πολύ καλά δώρα. Αφού του τα είπαμε και τα ξαναείπαμε για το συνεταίρο του, βγάζει ένα πενηντάρικο… πω πω. Ένα χάρτινο μπλε πενηντάρικο.

 -Αυτά για την παρέα. Μου λέει. Και αυτό για σένα. Ανοίγω το χέρι μου και μου βάζει μέσα ένα τεράστιο ασημένιο νόμισμα. Άστραφτε!! Είχε γύρω γύρω χαραγμένους όλους τους βασιλιάδες και στη μέση την σημαία… Τριάντα δραχμαί!!! Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Το περιεργαζόμουν για ώρα μέχρι που ο Λάμπρος μου είπε να φεύγουμε. Φίλησα το χέρι του νονού, του ευχήθηκα και προχωρήσαμε προς τον Μπαλουκ-χανά.

 Το Τζαμί γύρω γύρω το είχαν πάρει οι άλλοι αλλά ποιος μας ήξερε; Έτσι αποφασίσαμε να το πάρουμε μια γύρα κι εμείς. Μοσχομύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα. Απέναντι τα μανάβικα διαλαλούσαν τα φρούτα και τα σαλατικά τους. Όμως αυτοί οι μανάβηδες, δεν ήταν σαν τους χασάπηδες. Μας έδιωχναν γιατί μπλέκαμε ανάμεσα στους πελάτες τους.

 Φεύγοντας πέσαμε πάνω σε ένα καραβάκι. Ήταν ολόφωτο και στολισμένο με χρωματιστά σημαιάκια!! Οι καμινάδες κάπνιζαν σαν αληθινές. Τι όμορφο! Είχαν βάλει φωτιά στο καζανάκι και ο ατμός έκανε τη σφυρίχτρα να αντηχεί σε όλη την πλατεία. Χωρίς να το περιμένουμε, ο κανονιέρης έριξε και δυο κανονιές που μας έκανε να πεταχτούμε από τον ξαφνικό κρότο. «Την καλησπέρα έφερα με ένα διαμάντι φίλο. Με ρόδα και τριαντάφυλλά χρόνια πολλά να στείλω..» τόσα πολλά παινέματα.. που να τα θυμάσαι. «Σ αυτό το σπίτι που ‘θαμε τα ράφια είναι ξυλένια, του χρόνου σαν ξανάρθουμε να ναι μαλαματένια. Σ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Έχεις και γιο και μονογιό και κόρη, μονοκόρη. Καπετανάκι να το δεις σ’ ελληνικό βαπόρι…άντε να πα να φύγουμε κι η ώρα πλησιάζει και τ’ αστεράκια τ’ ουρανού ρίχνουν ψιλό τ’ αγιάζι…»

 Με τούτα και με κείνα φτάσαμε στο σημείο συνάντησης με τους υπόλοιπους της παρέας. Βάλαμε όλα τα φράγκα μας μέσα σε ένα καπέλο και άρχισε η μοιρασιά. Άμα πήρα το μέκι μου, κατάλαβα πως πράγματι άξιζε τον κόπο . Διακόσιες πενήντα δραχμές μά­ζεψα, τότε. Χώρια το τριαντάρικο του νονού μου. Κι αμέσως πήγα να τα τοκίσω. Καθώς γύριζα 'στα μαγαζιά μου γυάλισαν δυο κουμπαράδες ο Χοντρός και ο Λιγνός. Είκοσι δραχμές ο ένας είχε. Τους πήρα δώρο στην αδελφή μου και σε μένα. Για την Πρωτοχρονιά.

 Γρήγορα με την παρέα πήραμε το δρόμο για το σπίτι, ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Καθώς παίζαμε και χοροπηδούσαμε ανέμελα, σκοντάφτω και τσακ! Μια η τραμπούκα μου πάνω σ' ένα στύλο. Τότε ήταν που έσπασα το πίσω μέρος της. Παρ όλα τα καλά δεν ξανακατέβηκα στη Χώρα. Προτιμούσα τη ήσυχη γειτονιά μας με τους γνωστούς και τους συγγενείς που έδιναν λιγό­τερα λεφτά αλλά πιο πολύ Χαμόγελο.



Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

ΣΦΙΓΓΑΣ ΛΟΓΟΙ

ΣΦΙΓΓΑΣ ΛΟΓΟΙ

 Πάνω σε τούτο το νησί, στην άκρη του Αιγαίου

που πέτρες γιομάτο καρτερεί το πεύκο να φυτρώσει,

Λαοί αρχαίοι με ‘φεραν τον τόπο να φωτίσω.

*** 

Αγρών σκοπό με βάλανε και φύλακα των πλοίων

Στ’ αμπέλια πάνω στα κρασιά και κάτω στο μαστίχι.

Να τα φυλάω απ’ τους οχτρούς τους ψεύτες και τους κλέφτες.

 ***

Μπροστάρισσα στον πόλεμο απέναντι στους Πέρσες

Σ’ ένα σκαρί ανάλαφρο κι ήμουν εκεί στην πλώρη.

Πυρσό επήρα να κρατώ το δρόμο να τους δείχνω.

 ***

Και ξέχασα ποια ήμουνα, ήθελαν πια να γίνω

εδώ του τόπου τηρητής, ακοίμητος φρουρός τους.

Θεά τους και προστάτιδα, θεά τους και Αγία.

 ***

Με είπαν και διπρόσωπη άλλοι που ξένοι ‘φτάναν

Πως κάποτε ήμουν θεριό και τώρα παιδιαρίζω.

Πως έβαζα αινίγματα και αφάνιζα ανθρώπους.

*** 

Καλό ή κακό; Δεν μ’ ένοιαξε. Δεν το θυμάμαι τώρα

πάει καιρός που ήρθα εδώ, εικοσιοχτώ αιώνες,

στις Χιός τα μέρη να σταθώ εδώθε και να μείνω.

*** 

Όλοι εδώ με τίμησαν. Μου έδωσαν αξία.

Φτερά μου βάλαν να πετώ. Σαν νόμισμά τους μ’ έχουν

Αγάλματα στην πόλη τους, ανάγλυφα στους δρόμους.

*** 

Μου ‘παν να πάω να διαβώ να ρίξω ένα βλέμμα

Στα λίμπρα τους και τα γραπτά κι είδα την Ιστορία

πίσω εκεί να κάθεται βιβλία να συγγράφει.

Και μου ‘γραψε το όνομα <<ΣΦΙΓΓΑ>> - και συ είσαι μέσα.

 

Χάρις Υγκραίκος