Η Τσικουδού διήγημα του Μπάμπη Κοιλιάρη.
Δραματοποιήθηκε και παίχτηκε από τα παιδιά του Βασιλεωνοικου στην γιορτή του Τσίκουδου στις 13/9/13. Παρουσιάστηκε από την τηλεόραση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Όσο η μάνα της η κυρά Κική της έσφιγγε το μαντήλι για να μην κολλήσουν πάνω στα μαλλιά της κρεμεντίνες, τόσο η Μαριγώ έστριβε το κεφάλι της κατά την εμπασιά.
-Μα τι κοιτάς εκεί μωρή Μαριγώ ; κάτσε για λίγο ήσυχα. Κάτσε που να σε πάρει το καλό. Τι περιμένεις; δεν έρχεται κανένας. Μόνο εγώ εσύ και ο κύρης σου θα τα μαζέψουμε τα τσίκουδα. Άντε και σε λίγο θα βγει ο ήλιος και θα κολλά πιο πολύ η κρεμεντίνα.
Πράγματι η μάνα της είχε δίκιο. Ο μεγάλος της αδελφός ο Νικόλας είχε φύγει για τον Καναδά. Τον κάλεσαν πριν κάνα χρόνο οι θείοι του να πα να δουλέψει. Καλά ήτανε, τους έγραφε. Όμως όλες τις βαριές δουλείες της έκανε πια μόνος του ο Πατέρας, ο μαστρο Γιώργης. Αυτός να σπείρει, αυτός να θερίσει, αυτός να μαζέψει τα αμύγδαλα και τα τσίκουδα. Αυτός να πάει μεροκάματο στο κόμμα στον Κάμπο. Όλα πάνω του. Και η μάνα της η Κική κι αυτή άξια γυναίκα. Επήαινε στο βουνό και ήφερνε δεμάτια τα ξύλα για το φούρνο, για το φαί.
-Ξύπνα μαρή Μαριγώ!!! Θα σου πέσει η σκάλα στο κεφάλι. Ο καμμένος ο πατέρας σου προσπαθεί να κατεβάσει τα πιο ψηλά κι εσύ ονειροπωλείς πάλι. Μα ήθελα να ‘ξερα ίντα σκέβεσαι και είσαι σα χαμένη! Της φώναζε η μάνα της. Πράγματι ο μαστρο Γιώργης είχε φτάσει στα πιο ψηλά κλαδιά της τσικουδιάς και όλο έριχνε ράμνες πάνω στις τσόλες. Είχε και ένα γκαζοντενεκέ με ένα ξύλινο γάτζο μαζί του, πάνω στη σκάλα μα ίντα να μαζέψει μ’ ευτό. Τα πιο πολλά του πέφταν κάτω. Έτσι η Μαριγώ και η μάνα της όλο και μάζευαν ράμνες στα τσουβάλια τα τρίχινα.
Όλο και προχωρούσεν ο πατέρας της, όλο και η Μαριγώ εμάζευγεν τα τσίκουδα, όλο και περνούσεν η ώρα. Είχαν πολλή δουλειά ακόμα. Να μαζέψουν τις τσόλες με τα χύμα τσίκουδα, να πάνε να τα παστρέψουν να τα πλύνουν να τα στεγνώσουν, και να τα πάνε στο λουτρουβειό. Μα η Μαριγώ σε ησυχία δεν ηκάθιζε. Όλο και επήαινε προς την εμπασιά του χωραφιού και εκοίταζεν το δρόμο. Η μάνα της δεν εμίλιενε. Σε λιγάκι της λε – Μαρή Μαριγώ πιασε μου από κεινά το τσουβάλι. Κάνει μια στροφή στα γρήγορα η Μαριγώ σπρώχνει τη σκάλα κι ακού ένα ΑΑΑΑΑΑ. Ηταν ο καμμένος ο πατέρας της που σαβούρντησε κάτω μαζί με τη σκάλα.
Γυρίζει η Μαριγώ τονε βλέπει με όλα τα φύλλα και τα τσίκουδα κολλημένα πάνω στη μούρη του, κι ήσκασενε στα γέλια. – Μωρή λωλή είσαι; Της λε η μάνα της. Ελα να βοηθήσομεν τον κύρη σου, να δούμε μπας κι ήπαθενε τίποτα… σταμάτα να γελάς.
Η αλήθεια είναι πως εκείνη την ώρα ο Γιώργης δεν ήτανε πολύ ψηλά, μα ίσαμε δυο μπόγια. Όμως δε θε πολύ ο άθρωπος να πάθει.
Πάνε, τονε σηκώνουμε πάνω, η μάνα από δω η κόρη από κει. - Άντε Γιώργη πάμε σπίτι του λέει η Κική. –Ε μπορώ… το ποδάρι μου. Βάστα με κομμάτι να καβαλικέψω το γάδαρο να με πα σπίτι. Ετσι κι έγινε. Του φέρανε το γάδαρο κοντά και σαλτάρι με το ένα πόδι πάνω στη Μώρα (έτσι λέγαν τη γαδούρα). Της δίνει μια η Μαριγώ στα ξεκάπουλα και παίρνει δρόμο η Μώρα. – Μωρή Μαριγώ θα τονε σκοτώσεις τον κύρη σου. Ολάκερη κόρη της παντριάς είσαι . βάλε κοματάκι μυαλό πια.
Ο Γάδαρος επήρεν τη κατηφόρα και οι δύο γυναίκες είχαν να μαζέψουν, τσόλες, τσουβάλια, ντενεκέδες, δαύρες, πριόνια, όλα στον ώμο. Ξεκίνησαν σιγά -σιγά ελπίζοντας πως ο πατέρας θα βρει το δρόμο για το σπίτι. Η Μαριγώ ήτανε καλομαθημένη, δεν την είχανε για να σηκώνει. Όμως για καλή της τύχη, (που ξέρεις μπορεί και να τανε μιλημένα) Να σου ο Παναγιώτης που ρχούντανε από ισιαπάνω τον Αγιο Μαθαίο.…. – Καλημέρα κυράδες, να βοηθήσω; Καλοσυνάτος και προκομμένος πάντα μα τώρα του ήρθε κουτί η περίπτωση για να πουλήσει κομμάτι εκδούλευση στην μέλλουσα πεθερά του.
Καλώς το παλικάρι! λε η μάνα. –Γειά σου…. Παναγιώτη. Έκαμνε πως εν τον ξέρει η Μαριγώ. Πως τάχα δε θυμάται το όνομά του. –Να βοηθήσω κυρά Κική; - όχι μπαιδάκι μου θα τα καταφέρωμεν. Εγώ και η Μαριγώ θα τα πάμεν κάτω σιγά -σιγά. – Μα ο δρόμος μου κατά δω είναι. Επήρεν τα πράματα της Μαριγώς και τα πριόνια απ το χέρι της πεθεράς του και κατηφορίζανε για του Μπαρούτη. Εφήκανε τη μάνα της να πηαίνει ομπρός και το ζευγαράκι πίσω. Εκείνη, η κυρά Κική έξυπνος άθρωπος ήξερεν από καιρό τα καμώματα της κόρης μα εν εμίλενε. Τα κρυβενε κι από τον μαστρο Γιώργη για να μην το ξεσηκώνει.
Ο Παναγιώτης, ας είν καλά το παλικάρι ήτρεξένε και πήρε το ψόφιο φίδι από το δρόμο κι έτσι επήανε όλοι στο σπίτι. Εφωνάξανε και τη μαμή να δεί το ποδάρι του Γιώργη. –Εν είναι τίποτα, το φνείδιασένε πέφτοντας, λέει η μαμή. Θε δυο τρεις μέρες και α σιάξει. Βάλε του κομμάτι κατάπλασμα πάνω μα πρι τρίψε το με τσικοδόλαδο. Ο Γιώργης εκατσούφιασε. –Τι ήπαθες Γιώργη; Λυπάσε το τσικουδόλοαδο; Αν είναι να σιάξεις γράγορα…
Όχι βρε Κική …. Να αύριο πρέπει να κατέβω στην Χώρα, ποιος θα μου πουλήσει τα τσίκουδα, θα μαρατζιάσουν μετά από τρεις μέρες. Έχει καλό μεροκάματο. το ξέρεις!!
Η Κική ήσκηψεν το κεφάλι της ξέροντας πως τα τσίκουδα εν ήπρεπε να μείνουν. Εν είχαν και ψυγείο να τα συντηρίσουν. Σκέφτηκεν διάφορα. Να σταματήσει την Μαλβίνα και να πάρει κομάτι πάγο. Μα πάλι πόσο θα κρατήσει ευτός. Να τα κατεβάσει μέσα στη σύκλα στο πηγάδι που κάνει ψύχρα. Τι να κάμει, τι να καμει….. εδεκεί που καθούντανε συλλοησμένη μπαίνει στην κάμαρα η Μαριγώ. – Μανά !! εγώ είμαι εδώ. Της λε. –Ε! σε βλέπω Πουλουδιά μου. Της απαντά η μάνα. – άσε το απάνω μου μάνα. Συνεχίζει η Μαριγώ. Αύριο θα βάλω παντελόνια και θα κατέβω στη χώρα να πουλήσω τα τσίκουδα. Γι αυτό ετοίμασε μου το καλαθάκι και την πετσέτα.
Εν είσαι καλά μωρή. Έχεις ξαναδεί τσικουδά γυναίκα; Θα σε πάρουνε με τις ντομάτες. Και καλά να είναι άγουρες. Αν είναι σάπιες? Εξαγριώθηκε η μάνα της που για την εποχή εκείνη τα κορίτσια δεν κατέβαιναν μονάχα τους στη χώρα αλλά και ένα παραπάνω δεν ήταν άξια να κάμουν εμπόριο και συναλλαγές. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν υποτιμητικό μα όχι για 16χρονα κορίτσια που έπρεπε να είναι στο σπίτι και να φτιάχνουν τα προικιά τους.
Όμως ο λόγος του πατέρα είναι πάνω απ όλα. Έτσι η Μαριγώ το άλλο πρωί, έβαλε σκανδαλωδώς τα άσπρα παντελόνια του αδελφού της, ένα άσπρο πουκάμισο και ανήμερα του Σταυρού κίνησε μαζί με τους άλλους για τη χώρα. Όλοι στην αρχή γέλασαν που είδαν τη Μαριγώ με την τεράστια κοτσίδα να πηγαίνει για να πουλήσει τσίκουδα. Όμως την τρόμαξαν όταν με την τραγουδιστή φωνή της τα διαλαλούσε στην Απλωταριά. Και όλοι έτρεχαν να πάρουν τσίκουδα από την τσικουδού, που ήταν καλή, γλυκομίλητη και έβαζε κανα-δυο τσίκουδα παραπάνω στο χωνάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.