Τρείς
λαλούν και δυο χορεύουν.
Ηθογράφημα του Μπάμπη Κοιλιάρη
Ψάχνοντας να βρω από που βγαίνει η φράση "Τρεις λαλούν
και δυο χορεύουν" απέτυχα. Δεν βρήκα τίποτα κι έτσι κατέληξα να γράψω την παρακάτω δική μου ρομαντική
μυθοπλασία.
Από την άλλη μεριά τα παλικάρια του χωριού, έτσι και
μυριζόταν κάποιο καινούριο φιντανάκι, κατέλυαν πολλά ζευγάρια παπούτσια,
διαβαίνοντας πάνω-κάτω, όλο το απόγευμα. Μέχρι να ακουστεί η βροντερή φωνή του
πατέρα που καλούσε τις γυναίκες του σπιτιού να μαζευτούν. – Ε!! τι θα γίνει με σας τις δύο; Θα στρώσετε
τραπέζι σήμερα; Επιτέλους!! Για συμμαζευτείτε πια…. Στο μικρό παράθυρο της σάλας
με τα πλεκτά κουρτινάκια ρέμβαζαν από νωρίς, η κυρά Όλγα με την μικρότερη κόρη της,
το Μαρουκώ, αγναντεύοντας τον καταπράσινο κάμπο με τα πορτοκάλια.
Μόλις ακούστηκε η φωνή του πατέρα, η κυρά Όλγα έσπρωξε τη
Μαρούκα προς τα μέσα και τράβηξε το βασιλικό πάλι στη μέση της παραθυρόπλακας. -Τρέχα
Μαρουκώ … πήγαινε να του στρώσεις να φάει. Δεν τον ακούς; Αν δεν σε δει δεν
τρώει. Τι θα γίνει άμα σε χάσει; Μου λες;
Άρπαξε το μυρωδάτο γαρίφαλο στο αέρα το Νικολό και το ‘χωσε στη μύτη του μεθώντας απ την κανελένια μυρωδιά του. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να βλέπει την οπτασία της Μαρούκας πάνω στο παράθυρο. Δεν έλεγε να τα ανοίξει μέχρι που ο μπάρμπα Σταμάτης του έβαλε τις φωνές. Περνούσε απ το στενό δρομάκι με το γάδαρο φορτωμένο ξύλα και τον εμπόδιζε. -Πήγαινε στην άκρη βρε ονειροπαρμένε!! Άντε πια και στο σπίτι σας κομμάτι. Όλο ‘δωνά μου ξημεροβραδιάζεσαι, στην πεζούλα. Άντε και σε γυρεύγει ο κύρης σου. Η αλήθεια ήταν πως από την καλοσύνη του Νικολού, πολλοί τον εθαρρούσαν για ούργιο!! Μα αυτός ήταν τετραπέρατος.
Η κυρά Όλγα σαν είδε το Νικολή να μπαίνει, περίμενε εκεί και
ήστησεν αφτί. Έτσι τ’ άκουσεν όλα. Και τις λεπτομέρειες της απαγωγής. Τότε σκέφτηκε τα νιάτα της και ξάφνου τα είδεν
όλα σαν ταινία ομπρός της. Τότε που αγαπούσε τον Κωνσταντή και τον περίμενε από
τα ταξίδια να γυρίσει να την πάρει. Όμως ο κύρης της ‘εν ήθελε ναυτικό και ένα
βράδυ της ήφερε στο σπίτι το Γιώργη τον Μπακάλη. Αν ήταν στεριανός ο Κωνσταντής
θα την ήκλευγε και θα ταν μαζί τώρα. Δεν επέρασε άσχημα με το Γιώργη. Καλός
άθρωπος, αλλά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Έτσι τώρα πήρε την απόφαση και
μπουκάρει στο μαγαζί. – Μάνα!! Εδώ είσαι; Άκουσες; Της λέει η Μαρούκα. -Ναι
παιδί μου, ξέρω. Άντε, με την ευχή μου κι εγώ θα σας βοηθήσω.
Έτσι κι έγινε, το
βράδυ ο Νικολής έφερε μια σκάλα και μαζί με δύο φίλους του, έκλεψε το Μαρουκώ που
κρύφτηκαν στο πατάρι του σπιτιού του. Οι γονείς του Νικολή ήταν καλοί άνθρωποι
και καλοδέχτηκαν τη Μαρούκα. Ο πατέρας του μάλιστα την είχε ζητήσει για το γιό
του αλλά ο μαστρο Γιώργης τους απέρριψε γιατί ήταν φτωχοί. Πρωί πρωί, τους
έδωσαν τρόφιμα και την ευκή τους και τους έστειλαν σ ένα καλύβι που δεν το ξερε
κανένας. Πάνω στο βουνό.
Ο μαστρο Γιώργης σαν το ‘μαθε, περιττό να πούμε ότι λύσσαξε
από το κακό του, πήρε το ομπροστογεμί και άρχισε να ψάχνει το ζευγάρι παντού,
για να τους σκοτώσει. Ένοιωσε τόσο ταπεινωμένος. Τα μάτια του στάζαν αίμα από
την ντροπή. Επειδή όμως δεν είχε δίκιο, όλο το χωριό συνωμότησε εναντίον του
για να βοηθήσει το νεαρό ζευγάρι. Άρχισαν το λοιπό, να του παίζουν παιχνίδια
και να τον στέλνουν να ψάχνει σε λάθος τοπιές. – Στο λιβάδι τους είδαμε χτες,
του λεγεν ο ένας. -Στον κάμπο στα περιβόλια του λεγεν ο άλλος. – όχι, στον ποταμό
σε μια βότα είναι κρυμμένοι του λεγεν ο τρίτος.
-Ο θεός αγαπά τον κλέφτη μα αγαπά και το νοικοκύρη, μονολογούσε ανεβαίνοντας. Πράγματι! Από «διαβολική» σύμπτωση, έφτασε στο σημείο εκείνο, ακριβώς την ώρα που γινόταν ο γάμος. Έξω από την εκκλησιά φύλαγε η καντηλανάφτρα, η Δημήτραινα, που όταν είδε το μαστρο Γιώργη με το ντουφέκι στο χέρι έχασε εντελώς τη μιλιά της. Ο γέρος, παραξενεύτηκε από τους ψαλμούς στο έρημο ξωκκλήσι, κοντοστάθηκε και ρώτησε τι συμβαίνει. -Τι πανηγύρι έχει σήμερα κυρά Δημήτραινα; Τη ρώτησε κραδαίνοντας το όπλο προς το εκκλησάκι. Εκείνη, επειδή ήταν γυναίκα της εκκλησίας δεν ήθελε να πει ψέματα αλλά συνάμα και να μην μαρτυρήσει το ζευγαράκι.
Αφού ξαναβρήκε γρήγορα το θάρρος της, τον πήρε στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου να μη βλέπει και του απάντησε με πολύ φυσικότητα. -Τίποτα, τίποτα μαστρο Γιώργη. Τρεις λαλούν (ο παπάς και οι ψάλτες) και δυο χορεύουν (το ζευγάρι το χορό του Ησαΐα) κι άλλοι τρεις τους αγναντεύουν (η μάνα της και οι γονείς του). Σωστή ηθοποιός η δικιά σου. Ήταν δε τόσο φυσική που ο θυμωμένος πατέρας την πίστεψε. Έσφιξε το δίκαννο στο δεξί χέρι και απομακρύνθηκε με βιάση κουνώντας το αριστερό του στον αέρα. -Άκου τρεις λαλούν και δυο χορεύουν…. Φώναζε φεύγοντας.Ο Νικολός βρήκε αμέσως δουλειά στην πόλη και ζούσαν εκεί ευτυχισμένοι
μέχρι που η κοιλιά της Μαρουκώς άρχισε να φουσκώνει. Ο πατέρας της μετά από
αρκετούς μήνες αναζήτηση, το πήρε απόφαση. Σε λίγο καιρό, με την πίεση της γυναίκας
του, τους δέχτηκε στο σπιτικό του μαζί με το μωρό τους που ήταν αγοράκι και θα
το έβγαζαν Γιώργη. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
ΧΚ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.