ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑΚΙ – ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΑ παραμύθι

  ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑΚΙ – ΜΠΟΥΛΝΤΟΖΑ


Ένα παραμύθι του Μπάμπη Κοιλιάρη
Μια φορά κι ένα καιρό μέσα σ’ ένα παλιό αεροδρόμιο υπήρχαν δεκάδες χαλασμένα αεροπλάνα. Είχαν κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα πετώντας στο αέρα και τώρα σκούριαζαν και σάπιζαν σε μια άκρη του διαδρόμου. Σιγά σιγά οι βίδες τους χαλάρωναν και τα εξαρτήματά τους έπεφταν καταγής σαν χαλασμένα δόντια.
-Τι δόξες, τι τιμές είδαν τα ματάκια μου. Είπε το ένα. -Έχω κάνει τα πιο δύσκολα ακροβατικά!! Είπε το άλλο. -Έχω μεταφέρει τον πρωθυπουργό με το συμβούλιό του…. Και βασιλιάδες στα φτερά μου, είπε ένα ασημένιο που η μπογιά του ολοένα και ξέφτιζε.
Όλα θυμόντουσαν την ζωή τους σαν ιπτάμενα και στεναχωριόντουσαν καθώς έβλεπαν τη ζωή τους να τελειώνει τόσο άδοξα. Να χάνουν τα φτερά και τους έλικες, τις ρόδες και τα τζάμια τους.
Μια μέρα βροχερή βούτηξαν προς το διπλανό βάλτο ένα σμήνος πουλιά. Κρύφτηκαν εκεί για να κρυφτούν από την κακοκαιρία. Πράγματι ήταν μια πολύ άσχημη μέρα και ο αέρας έκανε τα φτερά των παλιών αεροπλάνων να χοροπηδούν. Οι ρόδες τους δεν ήταν δεμένες στο έδαφος κι έτσι άρχισαν το ένα να κτυπά πάνω στο άλλο. Κομμάτια έγιναν με τα τρακαρίσματα. Δεν ήθελε και πολύ για να μετατραπούν σε μια στοίβα από παλιοσίδερα που στρίγγλιζαν στο δυνατό αέρα.
Πέρασε εκείνη η φοβερή νύχτα και το πρωί βρήκε τα αεροπλάνα στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κοντά στο βάλτο. Ένα πουλί με μακριά μύτη και ψαλιδωτά φτερά ξεπετάχτηκε από τις καλαμιές και κοίταζε περίεργα στο σωρό με τα παλιοσίδερα. Φορούσε φόρμα μηχανικού κι ένα καπελάκι τζόκεϊ με το γείσο προς τα πίσω. Πλησίασε σιγά σιγά τα παλιά αεροπλάνα τρίβοντας το πηγούνι του. -ΜΜΜ!! Καλό υλικό !! ψιθύρισε. -Ποιος είσαι εσύ που θα μας πεις «υλικό»? ρώτησε ένα πρώην πολεμικό αεροπλάνο, ο Χάρυ Κέην. -Ξέρεις ποιος είμαι εγώ? Εγώ νίκησα στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. -Κι εγώ ψεκάζω τα έντομα στου βάλτους για να μη σας φάνε!!! Είπε ένα άλλο.
-Μμμμ !! δεν σας βλέπω να μπορείτε πια να κουνήσετε ούτε την ουρίτσα σας. Τέλος πάντων με λένε Έντζυ Νίαρ και είμαι ένα είδος πουλιού που συχνάζω κοντά στα αεροδρόμια, τραίνα και γενικώς μηχανοστάσια. Ή πείρα μου με τις μηχανές μου ‘μαθε πολλά. Έτσι με φωνάζουν πουλί -μηχανικό.
-Αααα!! Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει από τη στολή σου. Μέσα στα λάδια και στη μουτζούρα είσαι. Σαν κόρακας. Χρόνια είχαμε να δούμε μηχανικό από κοντά. Φώναξαν κάποια -Μερικές φορές σας συναντούσα στο αέρα και μια φορά θυμάμαι που όταν είχα χαλάσει με φτιάξατε επί τόπου. Είπε μια ντακότα. -Είσαι πράγματι τόσο καλό μηχανικός όπως λένε? Ρώτησε το ακροβατικό.
-ΜΜΜ δεν ξέρω τι λένε…. Πάντως έχω καιρό να πιάσω μουτζούρα με τα χέρια μου λέει το πουλί. Τότε ο Τσές, ένα μικρό Τσέσνα , ένα μονοκινητήριο επιβατικό που μέχρι τώρα δεν μιλούσε καθόλου είχε μια ιδέα. -Γιατί δε φέρνεις τα εργαλεία σου να δοκιμάσεις πάνω μας.
-Ποια εργαλεία… δεν χρειάζομαι κανένα εργαλείο, βιάστηκε να απαντήσει ο Εντζυ. -Εργαλεία είναι τα χέρια μου είπε και άρχισε με τα ψαλιδωτά του φτερά να κόβει και να ράβει κομμάτια από τα συντρίμμια. –Θα αρχίσω από σένα Τσες μια και είσαι ο πιο μικρούλης. Χμμμμμ! Θα σου βάλω αυτή τι στρογγυλή ουρά από τον παλιό πολεμιστή τον Χαρυ Κέιν. Ελπίζω να μη παρεξηγηθεί και αυτό τον έλικα από το ψεκαστικό. Κάτι θέλει εδώ μπροστά. Βέβαια!! Ρόδες από τον ακροβάτη….. Η Ντακότα γέλασε … από μένα τι θα πάρεις. -Τίποτα .. είσαι γριά και τεράστια είπε ο Έντζυ κάνοντας το γέρικο αεροπλάνο να κατσουφιάσει. -Καλά καλά κάτι θα βρω μέσα στην κοιλιά σου. Μη γκρινιάζεις… άνοιξε λοιπόν τη μπουκαπόρτα της Ντακότας και βλέπει μέσα ξεχασμένη μια στρατιωτική μπουλντόζα. – Ο Έντζυ έξυσε το κεφάλι του κάτω απ το λαδωμένο τζόκευ…-τι να σε κάνω εσένα!!! Είπε. Τέλος πάντων ας πάρω το φτυάρι σου … έτσι για να μη λέει η γριά….
Πήρε λοιπόν το φτυάρι της μπουλντόζας και το στερέωσε καλά στο εμπρός μέρος από το αεροπλανάκι τον Τσες. Γέλασαν όλοι μόλις είδαν την τελική κατασκευή. Ο Τσές δεν ήταν πια ο παλιός Τσές, αλλά είχε πάνω του κομμάτια από τους άλλους κι αυτό έκανε όλους να είναι υπερήφανοι. -Αφού δεν μπορούμε να πετάξουμε πια εμείς ας βάλουμε ένα κομμάτι μας στον Τσες να πετάει εκείνος για μας. Αντε Τσες!!! Ξεκίνα… κάνε μας υπερήφανους, κάνε να νοιώσουμε όπως παλιά.

Η μηχανή του Τσες ήταν η μόνη που βρισκόταν ακόμα σε καλή κατάσταση κι έτσι είχε ελπίδες να πάρει μπροστά. Ο Εντζυ έκανε τα αδύνατα δυνατά να βάλει μπροστά τον Τσες. Του ‘ριξε στη μηχανή λάδια-ξύδια και ότι χρειάζεται και γύρισε με δύναμη τον έλικα. Αλλά μόνο φτερνίσματα και βήχας ακούστηκε από τη μηχανή. Τσαφ τσούφ!!! Γκαφ Γκουφ!!…την δεύτερη, τα ίδια. Απογοήτευση. Την τρίτη φορά όμως η μηχανή του μικρού Τσέσνα δούλεψε ρολόι.
Οι ζητωκραυγές και επιφωνήματα από τα υπόλοιπα αεροπλάνα κάλυπταν το θόρυβο της μηχανής. Πάνω τους!!!! Φώναζε ο Χάρυ Κέιν. Όρμα Τσες!!! Γρύλιζε η Ντακότα… Ο Εντζυ ευχαριστημένος από τη λειτουργία της μηχανής του, φόρεσε στον Τσες το τζόκεϊ του και του ‘δωσε μια τελευταία σπρωξιά προς το διάδρομο. Ο Τσες ήταν όλο χαρά που θα ξαναπετούσε μετά από τόσο καιρό. Όμως το φτυάρι της μπουλντόζας έπρεπε να το χρησιμοποιήσει κάπου. Πού όμως;

Ξαφνικά εκεί που πετούσε βρέθηκε πάνω από ένα λιβάδι που ήταν μαζεμένος κόσμος. Χαμήλωσε να δει από κοντά τι τρέχει… καθώς χαμήλωνε, είδε τους χωρικούς να διαμαρτύρονται γιατί δεν έχει σύννεφα στον ουρανό, δεν βρέχει και όλα τα σπαρτά του ξεραινόταν. Δεν φύτρωνε τίποτα. –Ε !!! Εσύ αεροπλανάκι!!! Φώναξε κάποιος για να τον πειράξει. -Θα μας έκανες τη χάρη να σπρώξεις μερικά σύννεφα κατά δω; Τι το φοράς το φτυάρι. – Μετά χαράς είπε ο Τσες και έκαμε μια λούπα για να δείξει τις ικανότητες του. Ανέβηκε λοιπόν ψηλά και άρχισε να ψάχνει για σύννεφα. Και να τα !!! πάνω προς τα βουνά είχαν στοιβαχτεί και κοιμόταν αμέριμνα. Τρέχει ο Τσές και άρχισε να τα σπρώχνει με το φτυάρι που είχε μπροστά του. Τα έφερε λοιπόν και τα έστρωσε πάνω από την κοιλάδα και τα χωράφια των γεωργών. Με ένα σπινθήρα από τα μπουζί του Τσες, άρχισε το κακό με τις αστραπές και σε λίγο η βροχή που έπεσε ραγδαία, πότισε και την τελευταία σπιθαμή από τα οργωμένα χωράφια. Και βέβαια όλοι οι γεωργοί ήταν ευχαριστημένοι.
Το βράδυ γυρίζοντας στο αεροδρόμιο να ξεκουραστεί άρχισε να διηγείται όλα τα κατορθώματά του στους υπόλοιπους. Αυτοί ένιωθαν υπερήφανοι για το φίλο τους τον Τσες και τον εμψύχωναν διαρκώς να κάνει κι άλλα. Ο Τσές έψαξε τον Ενζυ να του δώσει πίσω το καπέλο του αλλά δεν το βρήκε. – Πέταξε με το σμήνος του για αλλού, του είπαν. -Πάει νότια μα θα ξαναγυρίσει του χρόνου.
Ο Τσες στεναχωρήθηκε και ένοιωσε πως έχασε ένα φίλο αλλά και τη σιγουριά πως αν χαλάσει, κάποιος θα υπήρχε να τον επισκευάσει. Έτσι πέταξε μόνος του τη επόμενη μέρα και συνέχισε να κουβαλάει σύννεφα για βροχή, όπου του τα ζητούσαν. Είχε γίνει πια διάσημος και όλοι τον χειροκροτούσαν όταν τα κατάφερνε. Δεν έμεινε όμως μόνο σ’ αυτό.

Μια μέρα πηγαίνοντας βόλτα προς την παραλία είδε τους ανθρώπους και τα παιδιά που πήγαν για μπάνιο να κάθονται ντυμένοι στην ακτή. Χαμήλωσε τα φτερά του και πέρασε ξυστά από τα κεφάλια τους. Τι είχαν λοιπόν και ήταν τόσο στεναχωρημένοι; -Διώξε τα σύννεφα Τσες!!! Φώναξε ένα παιδί που τον γνώρισε αμέσως. Εξ άλλου ήταν τόσο χαρακτηριστικός με το φτυάρι μπροστά… ήταν το μοναδικό αεροπλανάκι μπουλντόζα σε όλο τον κόσμο. –Να διώξεις τα σύννεφα, να φανεί ο ήλιος, είπε ένα άλλο παιδί. -Θέλουμε ήλιο και ζεστασιά να κάνουμε μπάνιο. Να παίξουμε!!!
Έτσι κι έγινε. Το αεροπλανάκι μπουντόζα έσπρωξε πάλι τα σύννεφα και τα πήγε στα λιβάδια όπου ήταν πιο χρήσιμα . Τα παιδιά άρχισαν να χαίρονται τη λιακάδα και οι γονείς τους τα έστειλαν στη θάλασσα για να παίξουν. Μα άλλο ένα κατόρθωμα τον έκαμε ακόμα πιο δημοφιλή εκείνο το καλοκαίρι στις παραλίες. Μια φορά ένα παιδί ξεμάκρυνε από την ακτή και κινδύνευε χωρίς να το ακούει κανείς. Ο Τσες το εντόπισε αμέσως από ψιλά και έκανε βόλτες από πάνω του. Μακάρι να είχα και νεροπέδηλα σκέφτηκε να μπορώ να κατέβω στη θάλασσα. Γάντζωσε ένα σωσίβιο περνώντας από την ακτή και με ένα γρήγορο ελιγμό το έριξε στο παιδί που το φόρεσε αμέσως. Μικρός Ήρωας έγινε ο Τσες για άλλη μια φορά. Και πάλι οι άνθρωποι τον χειροκροτούσαν και οι ιπτάμενοι φίλοι του περίμεναν με λαχτάρα κάθε βράδυ να ακούσουν τα καινούρια του κατορθώματα.

Το καλοκαίρι πέρασε και ήρθε το φθινόπωρο. Ο Τσές βρήκε μια καινούρια ασχολία. Μια μέρα εκεί που πετούσε μεταφέροντας σύννεφα είδε δίπλα του να πετούν σμήνη πουλιών που μετανάστευαν σε πιο ζεστά μέρη. Το καρμπυρατέρ του σκίρτησε νομίζοντας ότι θα δει ξανά τον ψαλιδοχέρη φίλο του τον Εντζυ. Όμως είδε πολλά είδη πουλιών αλλά όχι τους μηχανικούς. Κάποια από αυτά ήταν πολύ κουρασμένα. Ερχόταν από μακριά και σήκωναν τα φτερά τους και άλλα μικρότερα που τα φτερά τους δεν άντεχαν μεγάλες διαδρομές. Ο Τσές τους φώναξε να ανέβουν πάνω στα φτερά και στο φτυάρι του. Πράγματι κάθισαν όσα χώρεσαν και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν κατά το νοτιά.

Τα πουλιά του έδειξαν πολλά χρήσιμα πράγματα. Του έμαθαν τον τρόπο που μπορεί να προσανατολίζεται σύμφωνα με τους ραδιοφάρους και τα μαγνητικά παιδία της γης. Είχε πρόβλημα μέχρι τότε ό Τσες, όταν πετούσε τη νύχτα και έτσι του φάνηκαν πολύ χρήσιμες οι συμβουλές των πουλιών. Κουβάλησε πολλές εκατοντάδες πουλιά στην πλάτη του και βοήθησε πολύ εκείνη τη χρονιά στη διάσωση των ποικιλιών τους. Έτσι γέννησαν πολλά αβγά και μεγάλωσαν τα παιδιά τους σε κατάλληλες συνθήκες, εκεί στους υδροβιότοπους του Νότου.
Το αεροπλανάκι μας ήταν πολύ ευχαριστημένο από την ζωή του και ο φίλοι του επίσης. Οι άνθρωποι του χρωστούσαν ευγνωμοσύνη που οι καλλιέργειες τους ευδοκιμούσαν και οι παραγωγές τους μεγάλωναν.

Ώσπου που κάποια μέρα ο Τσές άρχισε να ζαλίζεται. Ήταν στα πολύ -πολύ ψηλά στρώματα της ατμόσφαιρας μεταφέροντας κρύες αέριες μάζες για περισσότερη δροσιά εκείνο το καλοκαίρι. Η μηχανή του έκανε διακοπές και έχασε την ισορροπία του. Σε λίγο άρχισε να πέφτει με μεγάλη φόρα. –Έχετε γεια βρυσούλες είπε.. Μέχρι εδώ ήταν. -Τουλάχιστον να με πάνε πάλι κοντά στους φίλους μου να τους έχω παρέα!! Ήταν σχεδό σίγουρος πως η ζωή του θα τελείωνε κάπου εδώ. Δάκρυσε ο Τσες γιατί ήθελα να κάμε τόσα πολλά ακόμα, ήθελε να προσφέρει στον κόσμο τις υπηρεσίες του. Όμως συνέχισε να κάνει σβούρες πέφτοντας από τον ουρανό.
Εκεί που έπεφτε… ένιωσε κάτι χορτόσχοινα να τον περιτυλίγουν. –Τι ; έπεσα κιόλας τόσο χαμηλά στα δένδρα; Σκέφτηκε.

Είδε με την άκρη του ματιού του τα σχοινά να έρχονται από πιο ψηλά. Τα κρατούσαν στις μύτες τους ένα σμήνος από πουλιά μηχανικούς. Ανάμεσά τους και ο Έντζυ που έκλεισε στον Τσες, το μάτι. Το αεροπλανάκι μπουλντόζα σκάλωσε στα σκοινιά και άρχισε να κόβει φόρα. Μέχρι που σχεδόν ισορρόπησε και ήρθε στα ίσια. Ένοιωσε και πάλι ασφαλής. Κοιτάζοντας προς τα κάτω είδε τη γη να πλησιάζει πιο αργά τώρα. Εικεί κάτω ακριβώς είχε σχηματιστεί όμως, ένας κίτρινος κύκλος.


Πλησιάζοντας διέκρινε πως ήταν ένα αλώνι με άχυρα που ολοένα και μεγάλωνε καθώς οι άνθρωποι έριχναν κι άλλα για να υποδεχτούν το αεροπλανάκι στα μαλακά. Έτσι κι έγινε λοιπόν. Τα πουλιά κατέβασαν το αεροπλανάκι μέχρι τη γη και άφησαν τα χορτόσχοινα να πέσει πάνω στα ξερά χόρτα. Οι άνθρωποι έτρεξαν το πήραν και το φόρτωσαν πάνω σε μια άμαξα. Το κρατούσαν όλοι μαζί να μην πέσει και το μετάφεραν στο παλιό αεροδρόμιο όπου υπήρχαν τα εργαλεία για να το φτιάξουν. Το έβαλαν μέσα στο μεγάλο μηχανοστάσιο και ολονυχτίς δούλευαν για να διορθώσουν τη βλάβη του. Ανάμεσά τους τριγύριζε και ο μάστορας, ο Ενζυ Νίαρ, που κουβαλούσε λάδια και στουπί, νερό και εργαλεία μέχρι που του έσφιξαν και την τελευταία βίδα του Τσες.

Έτοιμο και πάλι το Αεροπλανάκι μπουλντόζα να ξαναπετάξει ψηλά και να βοηθήσει όλου χρειάζεται. Ο Έντζυ ο πολυμήχανος, άρπαξε ένα αλεξίπτωτο μέσα από την παλιά αποθήκη και το βίδωσε πάνω στη ράχη του μικρού αεροπλάνου. – Τώρα , του είπε δεν πρόκειται να ξαναπέσεις ποτέ. Μόλις πάθεις κάτι τράβα αμέσως αυτό το σπαγκάκι και το αλεξίπτωτο θα ανοίξει διάπλατα. Του είπε. -Μα ποιος σου είπε πως φοβάμαι; Απάντησε ο Τσες. -Με τέτοιους φίλους δεν φοβάμαι τίποτα πια. Όταν ο Τσες βγήκε από το μηχανοστάσιο τον περίμεναν οι καλοί του φίλοι, όλα τα παλιά αεροπλάνα που κτυπούσαν τις σκουριασμένες λαμαρίνες τους από χαρά. Και ήταν τότε που όλοι του ευχήθηκαν να έχει κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσει με χαρά αυτή τη χρήσιμη δουλειά του. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.