Οι πρόσφυγες του νερού……. Διήγημα

Οι πρόσφυγες του νερού……. Διήγημα… του Μπάμπη Κοιλιάρη

Ο ήλιος έκαιγε τα πάντα γύρω μας. Ξέραινε τα χείλια μου, το ίδιο και του παππού. Η αντηλιά μας θόλωνε τα μάτια. Η ζέστα και η ξηρασία μας σκότωνε καθημερινά. Μου είχε βάλει ένα πουκάμισο για τουρμπάνι, για να μην πάθω ηλίαση και «στραγγίξω», ενώ εκείνος κρέμασε μια πετσέτα στο πίσω μέρος από το παλιό στρατιωτικό τζόκεϊ, που του ‘δωσαν κάποιοι  γύφτοι, δυο μέρες πριν. Πέντε μέρες τώρα, ταξιδεύαμε από τα νότια. Τότες που ξεράθηκαν τα πηγάδια.

Ο παππούς πάντα έτρεχε για να μου βρει κάτι να φάω. Μερικές σταγόνες νερό να βρέξω το λαρύγγι μου. Έρχεται μια μέρα βιαστικός στο καλύβι και μου λέει :

-Σίορε , σήκω παιδάκι μου, δεν πάει άλλο πια. Φεύγομε. Δεν έχει ζήση εδώ.

-Που θα πάμε παππού; Εδώ είναι το σπίτι μας. Που πάμε…..

-Δεν είναι ΄δω το σπίτι μας, μου αποκρίθηκε σκυθρωπός. Σήκωσε τα μάτια του στο ανατολικό παραθυράκι της καλύβας. Εκεί, αντί για τζάμι είχε ένα κομμάτι κουρελιασμένο νάιλον που πετάριζε στο απαλό βραδινό αεράκι. Και δίπλα ένα ξερόκλαδο στολισμένο με κουκουνάρες τυλιγμένες σε αλουμινόχαρτο.

-Να … εκεί είναι το σπίτι μας Σίορε…. Στα ανατολικά νησιά. Εκεί χτυπά η καρδιά μας.

- Νησιά; Τι είναι νησιά παππού; Κάπου την είχα ξανακούσει αυτή τη λέξη. Κάποιοι άλλοι μακρινοί τόποι ήταν προφανώς που χάθηκαν στον πόλεμο του νερού.

-Νησιά παιδάκι μου είναι… κόμπιασε ο παππούς και ένα δάκρυ κύλησε να ποτίσει τα στεγνά σταφιδιασμένα μάγουλά του. Τα μάτια του κοκκίνισαν. Περίμενα. Δεν ήξερα τι του ‘κανα. Μάλλον ξέθαψα κάποιες μνήμες του, που ο παππούς είχε κρυμμένες στα κατάβαθα της ψυχής του. Τον άφησα να πάρει αναπνοή. Εκείνος σκούπισε με τα σκονισμένα χέρια του το δάκρυ που είχε γίνει ένα με τον ιδρώτα του και γύρισε προς το μέρος μου.

-Τα νησιά ήταν πετράδια πολύτιμα που κολυμπούσαν στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, μου είπε. Είχα ακούσει ότι την θάλασσα ανατολικά μας την ονόμαζαν Εγκέ ή Αιγαίο, ο παππούς πολλές φορές έλεγε παραμύθια και ιστορίες από ‘κει αλλά νόμιζα πως τα κατεβάζει απ το κεφάλι του για να με διασκεδάσει.

- Πότε φύγατε παππού; Στον πόλεμο; Ήταν και οι γονείς μου εκεί; Ήθελα να μάθω πολλά αλλά ο παππούς δεν είχε χρόνο. –Θα σου πω άλλη φορά, μου αποκρίθηκε. Έπρεπε να φύγουμε, να βρούμε το δρόμο πριν νυχτώσει. Οι γονείς μου σκοτώθηκαν στο πόλεμο του νερού. Ήταν στην αντίσταση. Πολέμησαν για να κρατήσουν τα αποθέματα και τις δεξαμενές ελεύθερες. Η μάνα μου ήταν νοσοκόμα. Έτσι είπε ο παππούς. Εγώ δεν την θυμάμαι. Σκοτώθηκε μαζί με τραυματίες σ’ ένα χαράκωμα. Δεν θυμάμαι τίποτα από τότε. Ούτε φωτογραφίες της σώθηκαν. Τίποτα…. Μόνο μια του πατέρα μου έχω, σκισμένη.

Ο παππούς με σήκωσε και με τύλιξε σαν μπιζέλι. Βγήκαμε από την καλύβα και πήραμε το βορινό μονοπάτι γρήγορα. Κρατούσαμε από ένα μικρό σακίδιο με τα άκρως απαραίτητα. Γύρισα κι έριξα μια ματιά γύρω μου. Δεν θα τα ξανάβλεπα αυτά τα βουνά. Νότια ίσα που φαινόταν οι ταράτσες των κτιρίων. Ξεπρόβαλαν μέσα από το νερό που είχε σκεπάσει την πρωτεύουσα. Αλμυρό νερό, θάλασσα κι όλο ανέβαινε κάθε χρόνο. Από τότε που έλιωσαν οι πάγοι, όλα άλλαξαν. Ο παππούς πήγαινε στα ψηλά πατώματα με μια μισοσπασμένη βάρκα, να βρει τίποτα κονσέρβες και εργαλεία. Όμως ήταν επικίνδυνα γιατί έμεναν εκεί πειρατές, κλέφτες.

Δεν είχα καλές αναμνήσεις από εκεί, όμως αυτό ήταν το σπίτι μας. Εκεί μεγάλωσα.

Θα ταξιδεύαμε νύχτα, είπε ο παππούς. Πρέπει να είμαστε προστατευμένοι μιας και έχουμε πολλή έρημο να διασχίσουμε μέχρι το Βορρά. Μια έρημο με διάφορους περαστικούς, καλούς και κακούς. Ντροπαλούς και περίεργους. Θα ξαποσταίναμε την ημέρα και το βράδυ πάλι δρόμο. Έτσι κι έγινε. Περπατούσαμε παράλληλα με τον παλιό εθνικό δρόμο για να μη χαθούμε. Μόλις ξημέρωνε ο παππούς έβρισκε ένα μέρος με σκιά για να περάσουμε τη μέρα μας. Θυμάμαι την απογοήτευση κάθε φορά που πλησιάζαμε σε πηγάδι και το βρίσκαμε ξερό. Την Τρίτη μέρα είδαμε κάτι να λαμπυρίζει στο σκοτάδι. Ένα φώς. Πλησιάσαμε, όμως τα σκυλιά κόντεψαν να μας φάνε. Ο παππούς τύλιξε το πανωφόρι του στο χέρι και με έκρυψε πίσω του για να με προστατεύσει. Τότε βγήκε κάποιος με ένα ντουφέκι και μας φώναξε να φύγουμε.

–Αλτ !!! δρόμο από δω γιατί σας έφαγα. Μου είχε κόψει το αίμα, είχε γίνει νερό. Όμως ο παππούς τόλμησε να ζητήσει βοήθεια. – Έχω ένα μικρό εδώ… λίγο νερό; του φώναξε. Ο ντόπιος πλησίασε λίγο να δει. – Έχετε ντουφέκι; Ρώτησε. –Όχι, του αποκρίθηκε ο παππούς. Πάμε βόρεια να πάρουμε το πλοίο. Ο ντόπιος μας δέχτηκε. Είχε και πηγάδι με νερό!! Ήπια μέχρι σκασμού. –Λίγο -λίγο , είπε ο παππούς. –Να πάει παντού στο σώμα σου. Να μην το κατουρήσεις.

Εκεί άκουσα για πρώτη φορά, για τον προορισμό μας. Ένα λιμάνι, πιο βόρεια από κει, απ όπου  θα παίρναμε το πλοίο για τη χώρα του Δαν, του νερού , όπως είπε ο παππούς. Μετά έλεγαν για κάτι ονόματα μεγάλων ποταμών, παίζοντας μια ο ένας μια ο άλλος με το «δαν» και κατέληξαν πως από εκεί ήρθε πριν χιλιάδες χρόνια μια φυλή, οι Δαναοί. Τους άκουγα με ανοιχτό το στόμα. Ποιοι ήταν αυτοί, δεν κατάλαβα τίποτα. Δεν πήγα ποτές μου σχολείο. Μετά τον πόλεμο τα σχολεία έκλεισαν. Δεν έμαθα γράμματα, ούτε και ιστορία. Ήξερα μόνο ότι μου έδειχνε ο παππούς, ότι έπρεπε να ξέρω για την επιβίωσή μου. Ένιωθα άσχημα καθώς τους άκουγα να συνομιλούν με τον ντόπιο. Διψούσα, ήθελα να ρωτήσω τόσα πολλά αλλά δεν μου άφηναν περιθώρια. Άρχισα να νυστάζω. Δαναοί, Αχαιοί, Έλληνες, Αλβανοί, Ρομάν, Βαλάχοι, Τούρκοι, Γύφτοι. Όλες οι φυλές είχαν γίνει στο μυαλό μου κουβάρι. Ο χωρικός μας έδωσε από ένα κομμάτι κατσίκα και ήπιαν ζουμί από αγριοστάφυλα με τον παππού. Μου έδωσε να δοκιμάσω αλλά με έκαψε στο λαιμό.  Με τη φαντασία μου να χορεύει στο φώς της λάμπας  ονειρευόμουν άγριους και αιμοβόρους να θέλουν να μπουν μέσα στην καλύβα μας, στο σπίτι μας. Κι έτσι βυθίστηκα στους εφιάλτες μου. Τους εφιάλτες της παιδικής μου αθώας ηλικίας που όμως έπρεπε να ξεπεράσω πολύ γρήγορα.

Η νύχτα ήταν μεγάλη και κρύα. Ο ήλιος, κάθε χρόνο αυτή την εποχή ακουμπούσε το σταυρό του νότου, έλεγε ο παππούς. Η μέρα μίκραινε πολύ. Έλεγε ακόμα πως τέτοια μέρα ήταν γιορτή μεγάλη, τα παλιά τα χρόνια. «Χριστούγεννα» την έλεγε, 25 του Δεκέμβρη. Ποτέ δεν μπορούσα να μετρήσω τις μέρες. Να θυμάμαι.

Ξύπνησα καθώς ο ήλιος έκαιγε το πρόσωπό μου. Πλύθηκα για πρώτη φορά μετά από μήνες. Πήραμε και ένα παγούρι νερό και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Ήταν πια απόγευμα. Ο Χωρικός ήρθε να μας χαιρετήσει κρατώντας ένα περίεργο ζώο. –Να, πάρε κι αυτό το Κάμμα να το καβαλήσει ο μικρός, είπε χαμογελώντας. Καιρό είχα να δω άνθρωπο να χαμογελά.

-Όχι όχι, ευχαριστώ να λείπει, αποκρίθηκε ο παππούς. –Πως θα το ταΐζω;

-Μα δεν τρώει πολύ, το λέει ο ντόπιος. Είναι σκληρό ζωντανό. Δύσκολα για το παιδί, να περάσετε με τα πόδια την έρημο της Βοιωτίας –Είναι μακρύς ο δρόμος σας. Να περπατάτε κοντά στη γραμμή του τραίνου, να μη χαθείτε.

Χάρηκα που πήραμε το Κάμμα. Ήταν χαριτωμένο παρά το τεράστιο ύψος του. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο ζώο. Ο παππούς μου εξήγησε πως αυτό το ζώο το έφτιαξαν οι άνθρωποι ανακατεύοντας το αίμα από άλλα ζώα της ερήμου και των βουνών. Έτσι το Κάμμα αντέχει παντού. «είναι παντός καιρού» μου έλεγε.

Έξι μέρες σήμερα από την ημέρα που ξεκινήσαμε από το όρος Αιγάλεω. Διασχίσαμε βουνά και λαγκάδια ξερά, τα πιο πολλά καμένα. Κάρβουνα παντού. Μαύρα ξύλα στεκόταν σαν σκελετοί στοιχειωμένοι που θύμιζαν ότι εδώ κάποτε υπήρχαν πράσινα δένδρα, πουλιά που κελαηδούσαν και ζώα που έτρεχαν αγριεμένα να ξεφύγουν απ τους κυνηγούς.

Ο παππούς ο Σιδερής, όνομα λέει, πολύ συνηθισμένο στον τόπο του, ήταν εκτός από συνονόματος, ότι πιο πολύτιμο είχα στη ζωή. Τα πάντα για μένα, μάνα, πατέρας, όλα μαζί. Όμως εκείνος δεν ήθελε να εξαρτώμαι απ αυτόν τόσο πολύ. –Πρέπει να μάθεις να ζεις μόνος σου, μου έλεγε. –Τι θα γίνεις αν πάθω κάτι; Αν πεθάνω; Κι εγώ στην ηλικία σου έφυγα από το νησί και τα κατάφερα.

Φτάσαμε σε μια σειρά από χαλάσματα. Παλιός σταθμός πρέπει να ήταν. Ακουμπήσαμε σε μια σκιά του τοίχου ενός μισογκρεμισμένου σπιτιού να ξαποστάσουμε. Ο παππούς μπήκε μέσα σ’ ένα εγκαταλειμμένο περιβόλι. Προσέχαμε και τα νώτα μας. Κάθε περίεργη κίνηση ή θόρυβος μας έκανε να κρυβόμαστε και να περιμένουμε. Κυκλοφορούσαν πολύ μυστήριοι τύποι εκεί έξω. Σε λίγο γύρισε με γέλια. – Να Σίορε! κοίταξε τι σου έφερα! Κρατούσε κάτι κόκκινα μικρά μπαλάκια στη χούφτα του.

-Κοίτα!! Βατόμουρα, άγρια βατόμουρα… Τρία εγώ, τρία εσύ. Άντε, δεν πειράζει τέσσερα εσύ. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτά. Τον εμπιστεύθηκα και μου τα έδωσε ένα-ένα στο στόμα. Ήταν ζουμερά και νόστιμα. Μου τα έδωσε όλα. Δεν κράτησε κανένα για λόγου του. -Είχαμε τέτοια στο νησί, πολλά, μου λέει καθίζοντας δίπλα μου στο δροσιό. –Χιλιάδες; Τον ρώτησα –Χιλιάδες, ναι, μου απάντησε κουνώντας το γέρικο κεφάλι του. Είχε βγάλει το τζόκεϊ να το στεγνώσει απ τον ιδρώτα και βρήκα την ευκαιρία να τον ρωτήσω –Γιατί φύγατε απ το νησί; Ό πόλεμος;

-Όχι, μου απάντησε. Έδειχνε να θέλει να μου μιλήσει αυτή τη φορά. – Είσαι πια μεγάλος, μου λέει. Και με σοβαρή φωνή συνέχισε. -Ήταν τότε που έλιωσαν καλά-καλά οι πάγοι στους πόλους της γης. Ανέβηκαν οι θάλασσες και έπνιξαν όλες τις παραλιακές καλλιέργειες. Στα νησιά, η οικονομία εξαρτιόταν απ αυτές. Ανακατεύτηκε η θάλασσα με τις πηγές. Δεν είχε πια νερό να πιούμε.  Έσπασαν και τα τρυπάνια για πετρέλαιο. Δηλητήριο χύθηκε παντού. Ούτε πουλιά, ούτε ψάρια, ούτε καλλιέργειες, τίποτα. Όλες οι πόλεις ήταν χτισμένες παραλιακά. Χάθηκαν, είδες, ξέρεις. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε γιατί στα βουνά δεν είχε ζήση. Πήραμε μια βάρκα και μετά από μέρες βγήκαμε στα Σπάτα. Ήταν παλιά αεροδρόμιο. Το βλέπαμε στον πάτο της θάλασσας. Τεράστιο.

- Και η έρημος; Αφού έλιωσαν οι πάγοι, γιατί; Δεν μπορούσα να καταλάβω, περίεργα.

Ο παππούς κόμπιασε. –Δεν μπορώ να σου εξηγήσω με δυο λόγια. Πάντως να ξέρεις πως όλα αυτά τα έκαμαν οι άνθρωποι για το χρήμα. Μόλυναν τη γη και κατάστρεψαν τα πάντα πάνω σ’ αυτή. Βρώμισαν τον αέρα με καπνούς και δηλητήρια. Τίποτα δεν είναι το ίδιο πια. Άλλαξε το κλίμα. Το περιμέναμε, αλλά πιο μετά. Όλα έγιναν ραγδαία μέσα σε εκατό χρόνια, ο πόλεμος, η ερήμωση και αυτή η αρρώστια τώρα.

-Ποιά αρρώστια παππού; Τω ρώτησα με φόβο. Είχα διακόψει τον μονόλογό του αλλά ήθελα να ξέρω, κυρίως για τον ίδιο. –Δεν ξέρεις, οι γυναίκες δεν γεννάνε πια, κι αν γεννήσουν κάνουν μόνο κορίτσια. Γύρισε και με κοίταξε με την άκρη του ματιού του. –Μας καταράστηκε ο Θεός, είπε μουρμουρίζοντας.

-Δεν μπορεί να ξαναγίνει η γη όπως πριν; Τον ρώτησα με αγωνία.  –Μπορεί, πως δεν μπορεί, μου απάντησε ο παππούς με σιγουριά. –Πότε; Πώς; -Μη βιάζεσαι νεαρέ γιατί η απάντηση δεν θα σου αρέσει και τόσο. –Γιατί; Απόρησα. –Γιατί, μου λέει, η γη θα ξαναφτιάξει μόνο πολύ αργότερα αφού πεθάνουν όλοι οι άνθρωποι. Είχα βουρκώσει στη σκέψη ότι εγώ δεν θα έβλεπα ποτέ τη γη στα καλά της. Ο παππούς κατάλαβε την απελπισία μου και συνέχισε. –Τουλάχιστον να πεθάνουν όσοι την ταλαιπωρούν. Δεν ξαναμίλησα. Έσκυψα το κεφάλι και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί. Γιατί όλα αυτά αφού όλοι, καλοί, κακοί, πλούσιοι και φτωχοί πάνω στον ίδιο πλανήτη ζούμε.

Σε λίγο είδαμε ένα καραβάνι να περνά κοντά μας. Πήγαιναν κι αυτοί βόρεια. Τους ακολουθήσαμε για περισσότερη ασφάλεια μέχρι τους πρόποδες του Ολύμπου. Πολύς κόσμος περίμενε σ’ εκείνο το πρόχειρο λιμάνι. Πρόσφυγες της Ελπίδας. Πρόσφυγες κατατρεγμένοι και κυνηγημένοι που έψαχναν μια καινούρια αρχή. Το πλοίο ήταν σαράβαλο. Πουλήσαμε το Κάμμα και ο παππούς έδωσε και μερικά γυαλιστερά μετάλλινα αντικείμενα στον Καπετάνιο. Τα είχε ραμμένα μέσα στο πανωφόρι του όλο αυτό τον καιρό. Παραμονή Πρωτοχρονιάς 2113. Πηγαίναμε πίσω στη την χώρα του «ΔΑΝ», την χώρα των νερών, όσο είχε κι εκεί. Όσο αντέξουμε. Καθώς ξεμακραίναμε από την στεριά γύρισα πίσω και κοίταξα για στερνή φορά τούτη τη γη. Τελικά, τίποτα δεν είναι δικό μας. Μόνο εμείς.

Το σπίτι μας

Η έρημος

εγώ κι ο παππούς 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.