Η Τσικουδού

 Η Τσικουδού     διήγημα του Μπάμπη Κοιλιάρη.

Δραματοποιήθηκε και παίχτηκε από τα παιδιά του Βασιλεωνοικου στην γιορτή του Τσίκουδου στις 13/9/13. Παρουσιάστηκε από την τηλεόραση της ΑΛΗΘΕΙΑΣ.


Σαν άπλωσαν τις τσόλες κάτω απ την πρώτη τσικουδιά, η μάνα της, της έδεσε σφιχτά το μαντήλι γύρω από τα πλούσια μαύρα μαλλιά της. Πράγματι η κοτσίδα της Μαριγώς κόντευε να φτάσει στις κλειδώσεις πίσω απ τα γόνατα. Της άρεσε να τα δείχνει και κάθε βράδυ στο λιβάδι του χωριού ήταν το κύριο θέμα για μικρούς και μεγάλους. Η όμορφη Μαριγώ στα 16 της πια, φαντίνα κόρη, είχε τις δικές της ανησυχίες. Ο έρωτας χτύπησε το μικρό πορτάκι πάνω από το αριστερό της στήθος.

 Όσο η μάνα της η κυρά Κική της έσφιγγε το μαντήλι για να μην κολλήσουν πάνω στα μαλλιά της κρεμεντίνες, τόσο η Μαριγώ έστριβε το κεφάλι της κατά την εμπασιά.

-Μα τι κοιτάς εκεί μωρή Μαριγώ ; κάτσε για λίγο ήσυχα. Κάτσε που να σε πάρει το καλό. Τι περιμένεις; δεν έρχεται κανένας. Μόνο εγώ εσύ και ο κύρης σου θα τα μαζέψουμε τα τσίκουδα. Άντε και σε λίγο θα βγει ο ήλιος και θα κολλά πιο πολύ η κρεμεντίνα.

 Πράγματι η μάνα της είχε δίκιο. Ο μεγάλος της αδελφός ο Νικόλας είχε φύγει για τον Καναδά. Τον κάλεσαν πριν κάνα χρόνο οι θείοι του να πα να δουλέψει. Καλά ήτανε, τους έγραφε. Όμως όλες τις βαριές δουλείες της έκανε πια μόνος του ο Πατέρας, ο μαστρο Γιώργης. Αυτός να σπείρει, αυτός να θερίσει, αυτός να μαζέψει τα αμύγδαλα και τα τσίκουδα. Αυτός να πάει μεροκάματο στο κόμμα στον Κάμπο. Όλα πάνω του. Και η μάνα της η Κική κι αυτή άξια γυναίκα. Επήαινε στο βουνό και ήφερνε δεμάτια τα ξύλα για το φούρνο, για το φαί.

Και η Μαριγώ, ε!! ευτή την είχαν σα μη βρέξει και μη στάξει. Ήτανε το πούλουδό τος, Πουλουδιά την φώναζε ο πατέρας της και η μάνα της, της ήπαιρνενε ότι πιο καλό και πιο γυαλιστερό από το Μουστάκα τον πραματευτή. Ήβαζενε η Μαριγώ τις κορδέλες στα μαλλιά και ήτρεχενε κάθε βράδυ μέχρι το Νιό να βρεθεί με τον Παναγιώτη. Όμορφο παιδί ο Παναγιώτης και προκομμένος. Μόλις ετελείωσενε από φαντάρος και ήπιασένε αμέσως δουλειά. Ξυλουργός τους καμπούσικους μαγγάνους.

 -Ξύπνα μαρή Μαριγώ!!! Θα σου πέσει η σκάλα στο κεφάλι. Ο καμμένος ο πατέρας σου προσπαθεί να κατεβάσει τα πιο ψηλά κι εσύ ονειροπωλείς πάλι. Μα ήθελα να ‘ξερα ίντα σκέβεσαι και είσαι σα χαμένη! Της φώναζε η μάνα της. Πράγματι ο μαστρο Γιώργης είχε φτάσει στα πιο ψηλά κλαδιά της τσικουδιάς και όλο έριχνε ράμνες πάνω στις τσόλες. Είχε και ένα γκαζοντενεκέ με ένα ξύλινο γάτζο μαζί του, πάνω στη σκάλα μα ίντα να μαζέψει μ’ ευτό.  Τα πιο πολλά του πέφταν κάτω. Έτσι η Μαριγώ και η μάνα της όλο και μάζευαν ράμνες στα τσουβάλια τα τρίχινα.

 Όλο και προχωρούσεν ο πατέρας της, όλο και η Μαριγώ εμάζευγεν τα τσίκουδα, όλο και περνούσεν η ώρα. Είχαν πολλή δουλειά ακόμα. Να μαζέψουν τις τσόλες με τα χύμα τσίκουδα, να πάνε να τα παστρέψουν να τα πλύνουν να τα στεγνώσουν, και να τα πάνε στο λουτρουβειό. Μα η Μαριγώ σε ησυχία δεν ηκάθιζε. Όλο και επήαινε προς την εμπασιά του χωραφιού και εκοίταζεν το δρόμο. Η μάνα της δεν εμίλιενε. Σε λιγάκι της λε – Μαρή Μαριγώ πιασε μου από κεινά το τσουβάλι. Κάνει μια στροφή στα γρήγορα η Μαριγώ σπρώχνει τη σκάλα κι ακού ένα ΑΑΑΑΑΑ. Ηταν ο καμμένος ο πατέρας της που σαβούρντησε κάτω μαζί με τη σκάλα.

 Γυρίζει η Μαριγώ τονε βλέπει με όλα τα φύλλα και τα τσίκουδα κολλημένα πάνω στη μούρη του, κι ήσκασενε στα γέλια. – Μωρή λωλή είσαι; Της λε η μάνα της. Ελα να βοηθήσομεν τον κύρη σου, να δούμε μπας κι ήπαθενε τίποτα… σταμάτα να γελάς.

Πράγματι ο μαστρο Γιώργης με τις κρεμεντίνες από τα κλαδιά που εκλάδεβένε και τα φύλλα και τα τσίκουδα ήτανε σα ξεπουπουλιασμένη πέρδικα. Τρέχουνε μάνα και κόρη τονε σηκώνουμε και τονε καθίζουμε στο ντουβαράκι. – Γιωργή μίλιε μου, Γιώργη μίλιε μου, του λεένε η γυναίκα του. Εκείνος  όλο Αχ Ωχ … δεν ήβγαζένε λέξη. Και το άλλο, το λωλό, η Μαριγώ εξελιγωνούντανε στα γέλια.

 Η αλήθεια είναι πως εκείνη την ώρα ο Γιώργης δεν ήτανε πολύ ψηλά, μα ίσαμε δυο μπόγια. Όμως δε θε πολύ ο άθρωπος να πάθει.

Πάνε, τονε σηκώνουμε πάνω, η μάνα από δω η κόρη από κει. - Άντε Γιώργη πάμε σπίτι του λέει η Κική. –Ε μπορώ… το ποδάρι μου. Βάστα με κομμάτι να καβαλικέψω το γάδαρο να με πα σπίτι. Ετσι κι έγινε. Του φέρανε το γάδαρο κοντά και σαλτάρι με το ένα πόδι πάνω στη Μώρα (έτσι λέγαν τη γαδούρα). Της δίνει μια η Μαριγώ στα ξεκάπουλα και παίρνει δρόμο η Μώρα. – Μωρή Μαριγώ θα τονε σκοτώσεις τον κύρη σου. Ολάκερη κόρη της παντριάς είσαι . βάλε κοματάκι μυαλό πια.

 Ο Γάδαρος επήρεν τη κατηφόρα και οι δύο γυναίκες είχαν να μαζέψουν, τσόλες, τσουβάλια, ντενεκέδες, δαύρες, πριόνια, όλα στον ώμο. Ξεκίνησαν σιγά -σιγά ελπίζοντας πως ο πατέρας θα βρει το δρόμο για το σπίτι. Η Μαριγώ ήτανε καλομαθημένη, δεν την είχανε για να σηκώνει. Όμως για καλή της τύχη, (που ξέρεις μπορεί και να τανε μιλημένα) Να σου ο Παναγιώτης που ρχούντανε από ισιαπάνω τον Αγιο Μαθαίο.…. – Καλημέρα κυράδες, να βοηθήσω; Καλοσυνάτος και προκομμένος πάντα μα τώρα του ήρθε κουτί η περίπτωση για να πουλήσει κομμάτι εκδούλευση στην μέλλουσα πεθερά του.

 Καλώς το παλικάρι! λε η μάνα. –Γειά σου….  Παναγιώτη. Έκαμνε πως εν τον ξέρει η Μαριγώ. Πως τάχα δε θυμάται το όνομά του. –Να βοηθήσω κυρά Κική; - όχι μπαιδάκι μου θα τα καταφέρωμεν. Εγώ και η Μαριγώ θα τα πάμεν κάτω σιγά -σιγά. – Μα ο δρόμος μου κατά δω είναι. Επήρεν τα πράματα της Μαριγώς και τα πριόνια απ το χέρι της πεθεράς του και κατηφορίζανε για του Μπαρούτη. Εφήκανε τη μάνα της να πηαίνει ομπρός και το ζευγαράκι πίσω. Εκείνη, η κυρά Κική έξυπνος άθρωπος ήξερεν από καιρό τα καμώματα της κόρης μα εν εμίλενε. Τα κρυβενε κι από τον μαστρο Γιώργη για να μην το ξεσηκώνει.

 Το ζευγαράκι εκοιταζούντανε όλο το δρόμο χωρίς να μιλούν και ήταν όλο χαμόγελα. Ο Παναγιώτης ήταν όλη η χαρά δικιά του. Δεν εξεκόλανε τα μάτια του από τη Μαριγώ. Όμως ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος όλο πέτρες, σαν ποταμός. Έτσι πολλές φορές ο Παναγιώτης σκόνταφτε και παραλίγο να πέσει. Ήσκανε στα γέλια η Μαριγώ που το βλεπενε σαν αστείο πράμα. Μα το πιο αστείο ήτανε παρακάτω, στο πευκάκι. Εδεκεί ο καμένος ο μαστρογιώργης επάλευενε  με τη Μώρα. Αυτή είχε δει ένα ψόφιο φίδι πατημένο και μουλάρωσε. Εκόντευενε να τονε ρίξει κάτω και να σπάσει και τα άλλο του ποδάρι ο Γιώργης.

 Ο Παναγιώτης, ας είν καλά το παλικάρι ήτρεξένε και πήρε το ψόφιο φίδι από το δρόμο κι έτσι επήανε όλοι στο σπίτι. Εφωνάξανε και τη μαμή να δεί το ποδάρι του Γιώργη. –Εν είναι τίποτα, το φνείδιασένε πέφτοντας, λέει η μαμή. Θε δυο τρεις μέρες και α σιάξει. Βάλε του κομμάτι κατάπλασμα πάνω μα πρι τρίψε το με τσικοδόλαδο. Ο Γιώργης εκατσούφιασε. –Τι ήπαθες Γιώργη; Λυπάσε το τσικουδόλοαδο; Αν είναι να σιάξεις γράγορα…

Όχι βρε Κική …. Να αύριο πρέπει να κατέβω στην Χώρα, ποιος θα μου πουλήσει τα τσίκουδα, θα μαρατζιάσουν μετά από τρεις μέρες. Έχει καλό μεροκάματο. το ξέρεις!!

 Η Κική ήσκηψεν το κεφάλι της ξέροντας πως τα τσίκουδα εν ήπρεπε να μείνουν. Εν είχαν και ψυγείο να τα συντηρίσουν. Σκέφτηκεν διάφορα. Να σταματήσει την Μαλβίνα και να πάρει κομάτι πάγο. Μα πάλι πόσο θα κρατήσει ευτός. Να τα κατεβάσει μέσα στη σύκλα στο πηγάδι που κάνει ψύχρα. Τι να κάμει, τι να καμει….. εδεκεί που καθούντανε συλλοησμένη μπαίνει στην κάμαρα η Μαριγώ. – Μανά !! εγώ είμαι εδώ. Της λε. –Ε! σε βλέπω Πουλουδιά μου. Της απαντά η μάνα. – άσε το απάνω μου μάνα. Συνεχίζει η Μαριγώ. Αύριο θα βάλω παντελόνια και θα κατέβω στη χώρα να πουλήσω τα τσίκουδα. Γι αυτό ετοίμασε μου το καλαθάκι και την πετσέτα.

 Εν είσαι καλά μωρή. Έχεις ξαναδεί τσικουδά γυναίκα; Θα σε πάρουνε με τις ντομάτες. Και καλά να είναι άγουρες. Αν είναι σάπιες? Εξαγριώθηκε η μάνα της που για την εποχή εκείνη τα κορίτσια δεν κατέβαιναν μονάχα τους στη χώρα αλλά και ένα παραπάνω δεν ήταν άξια να κάμουν εμπόριο και συναλλαγές. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν υποτιμητικό μα όχι για 16χρονα κορίτσια που έπρεπε να είναι στο σπίτι και να φτιάχνουν τα προικιά τους.

 Τότε συνέβηκε κάτι που δεν το περίμενε η κυρά Κική. Ο Γιώργης ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και κοίταξε μια τη μία, μια την άλλη τις γυναίκες του σπιτιού. – Αστηνε να πάει Κική. Αστηνε να τρυφτεί με την αγορά. Οι εποχές αλλάζουν. Σε κάμποσα χρόνια οι γυναίκες θα δουλεύουν κάτω στα μαγαζιά σαν τους άντρες. Πρέπει να πάει να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Εξ άλλου θα έχει και άλλα παιδιά από δω. – Αυτά φοβάμαι βρε Γιώργη, πως θα αντιμετωπίσουν τη Μαριγώ; Πως θα της φερθούν; Η Μαριγώ έτριβε τα χέρια από τη χαρά της ακούγοντας τον πατέρα της να συμφωνεί.

 Όμως ο λόγος του πατέρα είναι πάνω απ όλα. Έτσι η Μαριγώ το άλλο πρωί, έβαλε σκανδαλωδώς τα άσπρα παντελόνια του αδελφού της, ένα άσπρο πουκάμισο και ανήμερα του Σταυρού κίνησε μαζί με τους άλλους για τη χώρα. Όλοι στην αρχή γέλασαν που είδαν τη Μαριγώ με την τεράστια κοτσίδα να πηγαίνει για να πουλήσει τσίκουδα. Όμως την τρόμαξαν όταν με την τραγουδιστή φωνή της τα διαλαλούσε στην Απλωταριά. Και όλοι έτρεχαν να πάρουν τσίκουδα από την τσικουδού, που ήταν καλή, γλυκομίλητη και έβαζε κανα-δυο τσίκουδα παραπάνω στο χωνάκι.

 

Το βράδυ, κατάκοπη αλλά ευχαριστημένη από την πούληση, γύριζε πίσω στο χωριό. Ο Παναγιώτης την περίμενε όπως πάντα στο Νιό να της δώσει ένα λουλούδι κι ένα γλυκό φιλάκι.  Αργότερα οι δυο τους έγιναν ένα ταιριαστό ζευγάρι. Η τσικουδού η Μαριγώ και ο Μαγγανάρης ο Παναγιώτης, έζησαν καλά, κι εμείς καλύτερα.

 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.