Ο Μαύρος έμπορος

 Μια μυθοπλασία που συμβαίνει τα αρχαία χρόνια, στην Ακρόπολη του Εμποριού (βασισμένη σε κείμενα Αρχαιολόγων) του Μπάμπη Κοιλιάρη

Ο Νέανδρος σήκωσε το κεφάλι του από το χορταρένιο μαξιλάρι που του είχε αφήσει μερικά σημάδια στο μάγουλο. Είχε ένα γλυκό ύπνο όπως έδειχναν τα σάλια που έτρεχαν όλο το βράδυ από το στόμα του. Τα ξερά σύκα είναι μια ελαφρά τροφή για βραδινό όμως …. Η γλύκα τους έχει και κάποιες ανεπιθύμητες παρενέργειες. Πιο μικροί, αυτός και ο αδελφός του έκαναν πλάκα στον πατέρα τους και του έβαζαν κομματάκια σύκο στο στόμα όταν κοιμόταν.

Έτριψε τα μάτια του και κοίταξε έξω από την ανοικτή πόρτα την ρόδινη αυγή. Πάντα αναρωτιόταν πως μπορεί η γλυκιά Ιώ και ο τρισμέγιστος Απόλλωνας να χρωματίζουν τόσο όμορφα την αυγούλα και να την κάνουν σαν μαρμελάδα από ώριμα βατόμουρα ανακατεμένη με φρέσκο γάλα. Σε λίγη ώρα ο Φαέθωνας θα τα άλλαζε όλα με το υπέρλαμπρο φως του. Το απόλυτο γαλάζιο με τον Ήλιο στο στερέωμα. (Ηλ, Ελ, Ελλάδα = ΦΩΣ, γνώση, καθαρή σκέψη, σοφία)

Ο μικρός του αδελφός κοιμόταν ακόμα τυλιγμένος σε ζεστές προβιές στο πάτωμα. Το τετράγωνο δωμάτιο, ένα όλο κι όλο για κάθε σπίτι, είχε μόνο ένα κρεβάτι που το μεσημέρι γινόταν τραπέζι και την υπόλοιπη μέρα πάγκος εργασίας της κουρασμένης μάνας τους. Η στέγη, επίπεδη ταράτσα, την κρατούσε ένας ξύλινος πεσσός πάνω σε πέτρινο βάθρο στη μέση του δωματίου. Πάνω, χοντρά δοκάρια, καλάμια και φύκια. Το πατητό αργιλικό χώμα δεν άφηνε το νερό της βροχής να περάσει. Το σπίτι τους ήταν κτισμένο ψηλά στο λόφο. Είχε περίοπτη θέα. Ήταν προνομιούχοι. Κοντά στο ναό της Πολιάδας Αθηνάς. Ήταν η οικογένεια που φρόντιζε πάντα την καθαριότητα και την τάξη από την στιγμή που έφευγαν οι ιέρειες.

Ο Νέανδρος με τον πατέρα του πήγαιναν κάθε λίγο, ξεχορτάριαζαν τον περιβάλλοντα χώρο και συμμάζευαν τα αναθήματα στο βωμό της Πολιάδας. Οι ιέρειες πάλι, τους έδιναν σαν ανταμοιβή τα περισσεύματα από τα σφακτά που θυσίαζαν στο βωμό. Μερικές φορές ήταν πολλά. Έτσι φρόντιζαν να τα παστώσουν και να τα κρύψουν μέσα στο σεντούκι. Άλλες φορές πάλι τα σφάγια ήταν λιγοστά. Έτσι την έβγαζαν με δικές τους προμήθειες και καρπούς από τα χωράφια στον κάμπο. Η ακρόπολη του Εμπόριου δεν είχε χώρο για καλλιέργειες. Ήταν κτισμένη ψηλά στη νότια και δυτική πλευρά του υψώματος με τον οικισμό προστατευμένο και αθέατο από τη θάλασσα. Είχε στρατηγική σημασία για όλη την περιοχή και περιτριγυριζόταν από ένα χοντρό τείχος. Ένα τείχος που κάθε χρόνο στις αρχές του καλοκαιριού, φρόντιζαν όλοι μαζί να επισκευάζουν.

Ο Νέανδρος τεντώθηκε, έριξε μια τελευταία ματιά στο μικρό και τον άφησε να κοιμηθεί για λίγο ακόμα στα δερμάτινα στρωσίδια του. Άλλο ένα δέρμα χοντρό έκλεινε το άνοιγμα της πόρτας που είχε σχήμα ανοιχτού Λ. Ήταν πανάκριβα αυτά τα δέρματα. Δεν είχαν τόσο μεγάλα ζώα στην περιοχή. Τα έφερναν στο λιμάνι κάτι ξένοι έμποροι, οι Φοίνικες από μακριά. Ποιος ξέρει που τα βρίσκουν. Και τι θηρία να είναι αυτά. Κάποτε έφεραν μια προβιά μαζί με το κεφάλι της. Είχε κάτι δόντια τεράστια…. Πω πω! γέννησε εφιάλτες σε όλο το χωριό. Τη θεωρούσαν στοιχειωμένη και τα μικρά παιδιά έκλαιγαν στη θέα της. Ήταν μια λεοντή. Σπάνιο δέρμα. Το πήγαν δώρο στον άρχοντα αλλά ούτε αυτός το ήθελε. Έτσι αποφάσισαν να το κάψουν. Μέχρι που πέρασε μια άστεγη επαίτης, το πήρε και το φόρεσε σαν πανωφόρι. Όλοι από τότε την έτρεμαν και της έδιναν φαγητό ασυζητητί. Ούτε ο ίδιος ο Ηρακλής να ταν.

Ο πατέρας των παιδιών ήταν ήδη στην αυλή. Καθόταν στον χαμηλό τοίχο και αγνάντευε τη θάλασσα προς την Ασία. Κρατούσε στα χέρια του μια μεγάλη κούπα με κατσικίσιο γάλα που μόλις είχε αρμέξει η Θεώνη. Η γυναίκα του. -Έλα κοντά γιε μου. Ρούφα το γάλα σου κι έχουμε πολλή δουλειά σήμερα. Ξύπνα και το μικρό. Πιείτε γάλα τώρα που είναι ζεστό. Ο πατέρας κάθε πρωί μοίραζε τις δουλειές. Δεν υπήρχε μέρα ξεκούρασης. Δεν υπήρχε αργία. Ακόμα κι αν οι ιέρειες της θεάς αργούσαν από τα καθήκοντά τους, ο Λάτυπος και ολόκληρη η οικογένειά του προσέφερε τις υπηρεσίες τους και στο Μέγαρο του Άνακτα. Βέβαια!!. Εκεί όμως άλλαζαν και με άλλες οικογένειες, ευτυχώς. Έτσι τους έμενε κάποιος λίγος χρόνος να φροντίσουν και το σπίτι τους και τα χωράφια. Είχαν κι εκείνα τα φουντωτά σχινάρια με το μυρωδάτο ρετσίνι. Το έκαιγαν σαν λιβάνι στη θεά και το έδιναν στους εμπόρους σαν αντάλλαγμα. Μάσημα το έλεγαν και το μασούσαν όλοι.

Πράγματι τα σπίτια χρειαζόταν κάθε λίγο συντήρηση. Οι τοίχοι ήταν γεροί όμως η αστρακιά ήθελε κάθε χρόνο φτιάξιμο. Πότε οι δοκοί, τα καλάμια, πότε τα φύκια πότε το χώμα… όλο κάτι έπασχε. Ας ήταν να βρεθεί ένα υλικό που να βαστούσε περισσότερο, θεά μου!!! Και δεν ήταν αυτό, που το σπίτι τους ήταν ψηλά στο λόφο. Πως θα μετέφεραν τα βαριά πράγματα. Δεν είχαν όλοι όνους. Μόνο οι πλούσιοι. Αλλά αυτοί ζούσαν κοντά στο λιμάνι, γύρω από το Ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμις. Με τους δυο κούρους του Άρχερμου και τα λεοντοπόδαρα στις κολώνες. Ξέρετε! Εκεί κάτω έκτιζαν όλοι. Την Ακρόπολη την άφηναν για τους απλούς ανθρώπους. Τα σπίτια των πλουσίων είχαν δύο και τρία δωμάτια με στεγασμένο χώρο και σκαλιστές πέτρινες κολώνες. Ήταν ωραία!!! Μερικές ταράτσες είχαν κεραμίδια από το Αργιλοχώρι. Το Αργιλοχώρι (ή και Αρμολο-χώρι) δεν ήταν μακριά, μόνο δυο ώρες δρόμο αλλά οι τεχνίτες τα πουλούσαν ακριβά. Τα έψηναν και το καμίνι κόστιζε.

Ο Λάτυπος απευθύνθηκε στο Νέανδρο καθώς έπινε το γάλα του. Πρέπει να πάτε σήμερα κάτω στη Μαύρη ακτή. Θέλουμε αλάτι και φύκια. Έρχεται χειμώνας. Σε λίγο τελειώνει και ο Κάρνειος μήνας. Έρχεται ο Θεσμοφόριος. Εσύ να με βοηθήσεις να τελειώσουμε την στέγη γιατί μπαίνουμε στην εποχή των ελαιών. Καταλαβαίνεις! Δεν θα έχουμε χρόνο πια. Πρώτα το λάδι μας. Είπε στο μεγάλο του γιο ο Λάτυπος. (Λας=πέτρα) Το όνομά του το πήρε από τις πέτρες που μάζευε για να κτίζει και τις έκανε να φαίνονται σαν μωσαϊκό (λατυποπαγές) ανάμεσα στα επιχρίσματα λάσπης (Λας+ασπίς). Ήταν ο καλύτερος κτίστης όλης της ακρόπολης του Εμπόριου. Ξύπνα και τον Καρήκομο να πάτε μαζί στη Μαύρη ακτή. Ο μικρός του γιος άφηνε μακριά την κόμη του (ως Έλλην καρη-κομόων!!) που συνεχώς τη κτένιζε με την ελεφάντινη χτένα της μάνας του. Και τα δυο παιδιά έμοιαζαν σε εκείνη, αλλά ο Καρήκομος ένα παραπάνω αφού κάθε πρωί ασχολιόταν για ώρα με τα μαλλιά του. Περισσότερο κι από εκείνη. Τη μάνα του. Κι αυτό εκνεύριζε τον Λάτυπο.

Η Θεώνη, όταν ήταν μικρή ήταν πολύ όμορφη. Νέα θεά την έλεγαν εξ ου και το “Θεωνήα”. Έτσι ήταν το όνομά της. Αλλά και τώρα στα τριάντα δύο της δεν την λες και γριά ούτε άσχημη. Όταν πάνε στη γιορτή της Θεάς, στην πανήγυρη, βάζει τα επίσημα στολίδια της, βάφει και το μάτι… μια κούκλα. Όλοι την κοιτάνε. Κυρίως αυτοί οι Τρωάδες, οι γκομενιαρηδες. Και ζηλεύει ο Λάτυπος. Κι όλο την αγκαλιάζει για να δείξει σε όλους σε ποιόν ανήκει αυτή η καλλονή. Αμέ!! Και να το κρασί στη Θεώνη, και να τα μεζεδάκια, και να και τα λουλούδια. Έλαμπε η κυρά του δίπλα στη μεγάλη φωτιά. Το βάψιμο των ματιών ήταν αρχαία συνήθεια των Αιγυπτίων αλλά άρεσε και στις ντόπιες. Ε! Το είδαν ζωγραφισμένο πάνω σε κάτι ξενόφερτους παπύρους και το αντέγραψαν.

Αυτή η φωτιά έκαιγε τον περισσότερο καιρό ειδικά τους μήνες που είχε μπουνάτσες. Για να βλέπουν τα καράβια να έρχονται στο λιμάνι. Αλλά και στις καταιγίδες για να μην τρακάρουν στο κοφτερά βράχια της Άκρας. Βέβαια στο πανηγύρι της Θεάς όλοι “εγείρονται πάνω”, ξεσηκώνονται και χορεύουν με τα όργανα (γινόταν ο χαμός). Ήταν και ένας τυφλός μουσικός που κατέφθανε με την παρέα του. Ερχόταν από το Φαναίο ιερό του Απόλλωνα που είχαν το πανηγύρι τους μια δυο μέρες πριν. Αυτός έπαιζε καλή φόρμιγγα και έλεγε ωραία τραγούδια με ήρωες και μάχες και τους ανέβαζε όλους. Ύστερα ερχόταν το κέφι με τους διαύλους, τα κύμβαλα και τα τύμπανα. Τα έπαιζαν ντόπιοι νέοι. Ο Νέανδρος έπαιζε σείστρο και χόρευαν τα κορίτσια κουνώντας προκλητικά το σώμα τους. Μαγεία!! Μερικές φορές το παράκαναν αλλά στο πανηγύρι όλα επιτρέπονται. Ακόμα και τα σπασίματα. Δεκάδες κανάτες και πρόχοοι γινόταν σκόνη κάτω από τα πόδια των χορευτών. Έτσι γίνονται και οι γάμοι. Τι νομίζετε;

Αυτά σκεπτόταν και ο Νέανδρος όταν σκουντούσε στον ώμο τον αδελφό του. Ξύπνα μαλλούρα!! Του είπε για να τον πειράξει. Κι αυτός με κλειστά τα μάτια σηκώνει το χέρι και του ρίχνει μια στο πρόσωπο. Ο Νέανδρος δεν το περίμενε και θυμωμένος τον άρπαξε από τους ώμους και τον σήκωσε στον αέρα. Άσε με!! Θα μου χαλάσεις τα μαλλιά είπε ο Καρήκομος και κουνούσε νευρικά τα πόδια του. Σε λίγο δέχτηκε μια κανάτα παγωμένο νερό στα μούτρα για να συνέλθει. -Εμπρός, πιες το γάλα σου μικρέ και πήγαινε με τον αδελφό σου για αλάτι. Είπε ο Λάτυπος. Σήμερα θα έχει πολλές θυσίες στο ναό. Πρέπει να παστώσουμε κρέας για να ‘χουμε. Και μιας και πάτε στη Μαύρη Ακτή φέρτε και δυο σακιά φύκια για τη στέγη μας. Έρχεται χειμώνας!!!

Ο Λάτυπος δεν αστειευόταν ειδικά το πρωί κι έτσι τα παιδιά ξεκίνησαν με τα τσουβάλια, τρέχοντας την μεγάλη κατηφόρα μέχρι το λιμάνι. Κι από κει στις παραλίες της Μαύρης Ακτής. Η κατηφόρα ήταν πάντα εύκολη. Στην ανηφόρα και φορτωμένοι να δούμε πόσο θα τρέχουν. Όμως δεν είναι και σπουδαία πράματα τα φύκια και το αλάτι για δυο παλικάρια σαν αυτά. Λένε πως κάποτε έσκασε ηφαίστειο μέσα από τη θάλασσα και έφτυσε από τα σωθικά του όλες αυτές τις μαύρες πέτρες. Αργότερα η θάλασσα τις στρογγύλεψε με υπομονή και να σου η μαυρίλα στις ακτές. Μαύροι βόλοι!! Παντού.

Η Θεώνη, μετά το άρμεγμα κάθε πρωί έφευγε με έναν αμφορέα για το Ιερό Πηγάδι. Κάποτε λένε πως ήταν εδώ στην ίδια θέση, μια μεγάλη πηγή. Μπορεί. Παράξενο να αναβλύζει νερό πάνω στο βουνό. Όμως είναι αλήθεια!! Φαίνονται και τα αυλάκια με τις κάπως στρογγυλεμένες πέτρες. Τώρα πια το νερό είναι λιγοστό και συγκεντρώνεται σε αυτή της τρύπα. Είναι αρκετό όμως, για όλο τον οικισμό της ακρόπολης. Έριξε λοιπόν τον ξύλινο σύκλο με το σχοινί και γέμισε τον αμφορέα της με λαχταριστό κρυστάλλινο νερό. τον φόρτωσε στην πλάτη και πέρασε έξω από εκείνο το τοξωτό κτίριο. Λένε πως είναι στοιχειωμένο γιατί τα πολύ παλιά χρόνια έθαψαν ένα παιδάκι στα θεμέλια του, να στεριώσει. Η Θεώνη ανατρίχιαζε περνώντας, αλλά σήμερα ο πετρομάστορας, ο Μήλονας, ήταν στις καλές του και τις έδωσε χαμογελαστός, ένα γυαλιστό οψιδιανό για το καλό κολιέ της. Εκείνη το πήρε με χαρά και συνέχισε.

Ο Λάτυπος καμάρωνε τα παλικάρια του που έτρεχαν στην κατηφόρα και χαμογελούσε υπερήφανος και ευτυχισμένος μέχρι που το χέρι της Θεώνης ήρθε στον ώμο του να τον επαναφέρει. -Φάνηκε ένα πλοίο!! του είπε. Εκείνος γύρισε και κοίταξε αψήφιστα προς την είσοδο του λιμανιού. -Α!! παράτα το... Θέλει πολλή ώρα ακόμα. Της είπε. -Έλα πάμε μέσα. -Τρελάθηκες; Του απάντησε εκείνη κρυφογελώντας. -Μέρα μεσημέρι; Αν γυρίσουν τα παιδιά; -Τα παιδιά τώρα μόλις που έφυγαν, όλο δικαιολογίες είσαι. Της απάντησε. -Θα γυρίσουν το μεσημέρι. Η Θεώνη γύρισε και τον κοίταξε αμήχανα. Δεν είχε άλλες πρόχειρες δικαιολογίες να του πει αλλά δεν ένοιωθε καλά.

Ο Λάτυπος ήταν πολύ καλός σύζυγος, δεν κοίταζε άλλες γυναίκες και δεν την παραμελούσε. -Άκουσε Θεώνη. Της λέει με στόμφο. -Βλέπεις ότι κάνεις πολύ γερά και όμορφα αγόρια. Ναι; -Ναι, συμφώνησε μουδιασμένα εκείνη. Ο Λάτυπος συνέχισε. -Τα αγόρια είναι εργατικά χέρια. Είναι παραγωγικές μονάδες. Είναι δύναμη, ενέργεια. Για μας... στρατιώτες για την πόλη μας. Εγώ γερνώ. Τα χωράφια ποιος θα τα σκάβει; Το σπίτι πρέπει να συντηρηθεί. Αλλιώς θα πέσει. Η Θεώνη γύρισε και τον κοίταξε σκασμένη στα γέλια. -Και για να μην πέσει το σπίτι πρέπει να σου γεννώ αγόρια σαν τη λαγούδα; Δε σφάξανε!

Ο Λάτυπος την αγκάλιασε σφικτά και την φίλησε τρυφερά. Ένα πρωινό αεράκι φύσηξε από την θάλασσα και έκαμε τους βοστρύχους της Θεώνης να κυματίσουν σαν δυο μικρές πεταλούδες μπροστά από το πρόσωπο του συζύγου της. Εκείνος ξαναγύρισε και κοίταξε προς την είσοδο του λιμανιού πιο προσεκτικά. -Μα το Δία!!! Το πλοίο αράζει. Φώναξε. Δεν μου το είπες!!! -Μα σου το είπα, απάντησε η Θεώνη... αλλά εσύ αλλού είχες το νου σου. Σάτυρε!! -Μα τον Ποσειδώνα!! πρέπει να πάω γρήγορα κάτω. Οι πρώτοι θα πάρουν και τα καλύτερα. Οι Φοίνικες κάτι καλό θα φέρνουν πάλι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η Θεώνη άρχισε τις παραγγελιές. -Να πάρεις ψάθες και χουρμάδες. Ο Λάτυπος κατέβαινε το λόφο μεσαριά και με φόρα. Σήκωνε τα πόδια του ψηλά και πηδούσε τους θάμνους και τα βράχια σαν να ήταν κατσίκι. Όμως εδώ δεν ήταν στίβος με άχυρα. Τα εμπόδια ήταν αληθινά και η κατάβαση πολύ επικίνδυνη. Ειδικά με την ταχύτητα που τα κατέβαινε ο Λάτυπος. -Και καμιά καλή προβιά, σκληρή!! Φώναζε η Θεώνη.. -Και καρύδες!!! Άκουσες; Θα σου φέρω το μάσημα για ανταλλαγή. Τους αρέσει.

Πράγματι η Θεόνη μπήκε στο σπίτι, πήρε ένα τρίχινο σάκο που τον είχε καλά κρυμμένο σε μια χαραμάδα. Τον άνοιξε, τον μύρισε και απόλαυσε το άρωμά του περιεχομένου. Ύστερα έσφιξε τα κορδόνια και στο πρόσωπό της φάνηκε να το αποχωρίζεται με λύπη. Το φόρτωσε στον ώμο της και πήρε την κατηφόρα από το δυτικό δρόμο που πήγαν και τα παιδιά, πριν. Κατέβηκε μια μια τις γειτονιές της ακρόπολης . Ήταν ήδη άδειες. Κανένας στις αυλές. Όλοι έτρεξαν για πλοίο. Στην πλαγιά φαινόταν ένα σύννεφο σκόνης που σήκωναν τα πλατιά πόδια του Λατύπου καθώς έτρεχε προς το λιμάνι. Η Θεώνη κατέβαινε αργά μέχρι τα χαμηλά. Πήρε την κοίτη του χειμάρρου που το καλοκαίρι γινόταν δρόμος και κατευθύνθηκε προς το λιμάνι. Μόλις έφτασε στο Ιερό είδε ένα τσούρμο κόσμου να τρέχε σε ένα σημείο.

Περίεργη πήγε κι εκείνη να δει . Όμως το θέαμα που αντίκρισε τη σοκάρισε. Ο Λάτυπος κατέβηκε το βουνό κουτρουβαλώντας. Το πρόσωπό του ήταν μες τα αίματα, τα χέρια του όλο πληγές από τις πέτρες και τα κλαδιά. Τα πόδια του χάλια. Έτρεξε κοντά του και ζήτησε βοήθεια. Δυο άνδρες τον ανασήκωσαν και κοίταξαν για σπασμένα κόκαλα. Παρ ότι πονούσε ο Λάτυπος δεν ήθελε να σταματήσει. Ήθελε να πάει πρώτος στο πλοίο για τα ώνια (ψώνια) που του παρήγγειλε η γυναίκα του. Πράγματι κατάφερε να σηκωθεί αλλά έδειξε να έχει τραυματισμένο σοβαρά το αριστερό του χέρι.

Έφεραν από το ιερό ένα κρατήρα με νερό να πλυθεί, ευχαρίστησε και σηκώθηκε. Κουτσαίνοντας έφτασε κοντά στο Φοινικικό πλοίο. Έσπρωξε κάποιους, που όταν τον είδαν τραυματία του έκαμαν τόπο από σεβασμό. Άρχισε να φωνάζει από μακριά στο πλήρωμα τι θέλει. Έτσι όπως έκαναν σχεδόν όλοι. Χάβρα!! Όμως οι φοίνικες ήταν σωστοί έμποροι. Δεν έδωσαν σημασία σε κανένα. Έβγαλαν πρώτα τους πάγκους τους και τα τραπέζια. Εκεί άπλωσαν την πραμάτεια τους. Ανάμεσά τους ήταν κι ένα μελαψός γίγαντας. Θα μπορούσε να σηκώσει και ολόκληρο το πλοίο στα δυο του χέρια. Έπαιρνε τις ψάθες και τα δέρματα δέκα δέκα. Μετά έβγαλε καλάθια ψάθινα γεμάτα με τροπικά, αλλόκοτα φρούτα.

Η Θεόνη πλησίασε μαζί με άλλες γυναίκες ενώ ο Λάτυπος ακολουθούσε κουτσαίνοντας. Σχεδόν η φωνή του πνίγηκε μέσα στον κόσμο. Ο μαύρος έμπορος φαίνεται πως μιλούσε τη γλώσσα τους πολύ καλά. -Ησυχία!!. Φώναξε παρατεταμένα και άπλωσε τα τεράστια χέρια του για να βάλει μια τάξη.

Τα μάτια του λες και ήταν βαμμένα γύρω γύρω όπως τα βάφουν οι γυναίκες στο πανηγύρι. Φορούσε ένα μεγάλο πορτοκαλί μαντίλι στο κεφάλι, τυλιγμένο και τα ρούχα του ήταν κίτρινα και κόκκινα. Είχε ένα σπαθί περασμένο στο ζωνάρι και στα αφτιά του κρέμονταν μεγάλα ενώτια. Μεγάλα, τεράστια σκουλαρίκια. Ντροπή!! Εδώ οι άνδρες δεν φοράνε σκουλαρίκια. Ο κόσμος μόλις συνειδητοποίησε ότι ο μαύρος έμπορος δεν αστειευόταν, ησύχασε. Εκείνος επικέντρωσε το βλέμμα του στη Θεώνη αλλά ήταν σαν να μην την ακούει. Απλά την κοιτούσε επίμονα. Κάθε φορά που πουλούσε έλα πράγμα μετά κοίταζε πάλι την Θεώνη. Την άφησε σχεδόν τελευταία. Όλοι έκαμαν τις ανταλλαγές τους και φορτωμένοι πήραν το δρόμο για το ύψωμα της ακρόπολης και τον κάμπο.

Ο μελαψός γίγαντας έκαμε ένα βήμα εμπρός και έβαλε τα χέρια στη μέση τραβώντας στο πλάι τον χιτώνα του. -Έλα δω εσύ… είπε στη Θεώνη. Εκείνη που δεν είχε δει ποτέ τόσο μαύρο άνθρωπο τρόμαξε. Άρχισε να κάνει βήματα προς τα πίσω. Σταμάτησε να παραγγέλλει και κάρφωσε τα μάτια της στα μάτια του εμπόρου που την μάγεψαν. Τα μάτια του είχαν πράγματι κάτι μαγικό. Μαγνήτιζε όλους και τους έπαιρνε ότι ανταλλάγματα ήθελε. Χρυσά, ασημένια, σκεύη, νομίσματα … τα πάντα. -Έλα δω εσύ … λέει στη Θεώνη. Εκείνη σαν υπνωτισμένη έκανε κάποια βήματα προς το μέρος του εμπόρου.

-Τι έχεις μέσα στον τορβά; Την ρωτά με θράσος. Εκείνη είχε όλη την ώρα βυθισμένο το χέρι της στο σακούλι για να μην της χυθεί το ρετσίνι. Τότε με μιας απλώνει το μαύρο χέρι του και αρπάζει το κατάλευκο της Θεώνης. Το φέρνει απαλά στην πλατεία μύτη του και τα μάτια του γίνονται τεράστια. -Τι είναι αυτό; Ποιος θεός σε έφερε κοντά μου. Ξαφνικά φαίνεται πως άλλαξαν τα πράγματα και ο μάγος μαγεύτηκε από κάτι που η Θεώνη κουβαλούσε σαν αντάλλαγμα και το θεωρούσε πολύτιμο. Άρπαξε το χέρι της και με το άλλο πήρε το σακούλι. -Τι είναι αυτό λέγε…. Άρχισε να την απειλή. Εκείνη φοβήθηκε και άρχισε να τραυλίζει. -Ρετσίνι για μα -μα- Μάσημα. Του είπε έντρομη.

Εν τω μεταξύ ο Λάτυπος είχε καθίσει σε μια πέτρα και παρακολουθούσε ανήμπορος από τα τραύματά του. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά μάταια. Σίγουρα είχε σπάσει κάποια παΐδια και το γόνατό του έτρεχε αίμα. -Πάμε να φύγουμε Θεώνη, πάμε να φύγουμε. Της φώναξε. Όμως για τον μαύρο έμπορο ήταν σαν να μην υπήρχε κανείς εκεί πίσω. -Είσαι πολύ όμορφη. Σε θέλω και θα σε πάρω μαζί μου. Της λέει. -Κι εσένα και αυτούς τους άσπρους κρυστάλλους που μοσχοβολούν. Πως το λένε; Τι είπες πως είναι; Επέμενε ο Έμπορος. Οι λιγοστοί κάτοικοι που βρισκόταν στο λιμάνι ένοιωθαν ανήμποροι να τα βάλουν με τον μαύρο γίγαντα.

Όσο κι αν φώναζε η Θεώνη ο έμπορος από την Ανατολή δεν έδινε σημασία. Την σηκώνει από τη μέση και την ανεβάζει στο πλοίο. Κλείνει σφιχτά και το σακούλι και διατάζει τους ναύτες του να λύσουν γρήγορα τα σχοινιά. Όταν μάζεψαν και το τελευταίο και ο μαύρος ετοιμαζόταν να πηδήσει στο κατάστρωμα, ένοιωσε τέσσερα χέρια να τον έχουν αρπάξει από το λαιμό και τα μπράτσα και να τον χτυπούν με μανία.

Ο Νέανδρος με τον Καρήκομο τελείωσαν νωρίτερα τη δουλειά τους και ήρθαν στο λιμάνι να δουν τις νέες πραμάτειες του εμπόρου από τη Φοινίκη. Αντί αυτού είδαν την μάνα τους να μπαίνει σηκωτή στο πλοίο, να απειλείται και τον πατέρα τους τραυματισμένο να σέρνεται στην άκρη του λιμανιού. Όρμησαν λοιπόν με λύσσα και απόγνωση εναντίον του εμπόρου για να σώσουν την αγαπημένη τους μάνα από τον αναγκαστικό φευγιό και την δουλεία. Όμως ο μαύρος γίγαντας θυμωμένος έκανε μια βίαιη περιστροφή του κορμιού του δεξιά και μετά δεύτερη αριστερά και μια τρίτη μέχρι που οι δύο νεαροί δεν άντεξαν και σωριάστηκαν στο χώμα. Ζαλισμένοι δεν πρόσεξαν πως ο αντίπαλός τους ερχόταν προς το μέρος τους απειλητικός και θυμωμένος. Ο έμπορος άρπαξε πρώτα τον Νέανδρο και τον πέταξε στη θάλασσα. Αυτός όμως, χτύπησε το κεφάλι του στα βράχια κι έχασε τις αισθήσεις του.

Στη συνέχεια, γύρισε προς τον Καρήκομο, τον σήκωσε ψηλά και σφίγγοντας τα δόντια του φώναξε: -Ποιος είναι αυτός ο κώνωψ που θα μου σταθεί εμπόδιο να πάρω τούτη την όμορφη καλλονή και τα μυρωδάτα της κρύσταλλα. Σήκωσε τον μικρό στον αέρα και τον έσκασε πιο βαθιά στο λιμάνι. Ξέροντας καλό κολύμπι, το παιδί προσπάθησε να ξανοιχτεί για να σωθεί. Ο μαύρος τότε, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και σημάδεψε τον Καρήκομο. Καθώς όμως σήκωνε το χέρι του, ένοιωσε κάτι πολύ δυνατό να του τσακίζει την πλάτη στα δύο. Του κόπηκε η ανάσα!! Ο Λάτυπος, μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις, είχε σηκώσει ένα δοκάρι το περίστρεψε και το βρόντηξε στα πλευρά του εμπόρου.

Ήταν πράγματι πολύ δυνατή η πρώτη ριπή αλλά το ίδιο και η δεύτερη που του ήρθε από πάνω προς τα κάτω στο κεφάλι και τον έβγαλε εκτός μάχης. Ο κουρασμένος και τραυματισμένος ήρωας κλώτσησε στα μούτρα τον έμπορο, τον έφτυσε και έτρεξε προς το τραυματισμένο του παιδί. Ξεθάρρεψαν και οι συγχωριανοί του και έτρεξαν να βοηθήσουν. Ο υπηρέτες του εμπόρου άφησαν ελεύθερη την Θεώνη που έτρεξε να αγκαλιάσει τον άνδρα της. Έδεσαν σφιχτά με σχοινιά τον μαύρο έμπορο και εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατέφθασε η φρουρά από το μέγαρο στην κορφή του λόφου.

Ο Άνακτας ειδοποιήθηκε για το συμβάν και έτρεξε να κρίνει την κατάσταση. Οι άρχοντες εδώ, πάντα βασίζονται πολύ στο εμπόριο και θέλουν να τα έχουν καλά με τα πλοία που παίρνουν και φέρνουν πραμάτειες. Έτσι πολλές φορές κάνουν τα στραβά μάτια. Όμως σε αυτή την περίπτωση δεν χωρούσε άλλη σκέψη στο μυαλό του. Έπρεπε να αποδώσει δικαιοσύνη και να υπερασπίσει το λαό του. Κάθισε λοιπόν στον φορητό θρόνο του, άκουσε με προσοχή όλους τους κατοίκους του Εμπορίου και αποφάσισε με πολλή σκέψη. -Πρώτον, φώναξε. -Θα δημευθούν όλα τα έσοδα του εμπόρου. Δεύτερον, θα κατασχεθούν όλα τα εμπορεύματά και το πλοίο του. Αντί αυτού θα του δοθεί μικρό πλοιάριο που θα τον οδηγήσει μαζί με το πλήρωμά του στην απέναντι ακτή της Ασίας. Αν τα καταφέρει...

Αφού επέβλεψε να γίνουν όλα σωστά, απευθύνθηκε στην οικογένεια του Λατύπου. Τους έδωσε συγχαρητήρια για το σθένος και την αποφασιστικότητά τους, το δέσιμο της οικογένειας και την αυτοθυσία όλων για να σώσουν την Θεώνη. Τη μητέρα και σύζυγο. Όπως είπε.

Απευθυνόμενος στο Λάτυπο του είπε… -Σε ορίζω Τελώνη του λιμανιού με μόνιμη φρουρά που θα ελέγχει όλα τα πλοία που έρχονται.

Μετά ζήτησε φορείο να τον μεταφέρει στο σπίτι του και του έδωσε άδεια από τα καθήκοντά του για έξι μήνες. -Η Πολιτεία θα σας συντηρεί μέχρι πλήρους ανάρρωσης σου. Τους είπε ο άρχοντας. -Όμως οι μικροί, οι γιοί σου, θα συνεχίσουν να υπηρετούν το ναό και το Διοικητικό Μέγαρο. Οι δε συγχωριανοί θα επισκευάσουν σύντομα το σπίτι σου.

-Και κάτι ακόμα… στο επόμενο πανηγύρι, θα κάψουμε το ξύλινο ξόανο της Θεάς. Ένα επιφώνημα απογοήτευσης βγήκε μονομιάς από όλα τα στόματα των παρευρισκομένων. -ΩΩΩΩ.. !! -Έ!!! Μη βιάζεστε!! Συνέχισε ο Άνακτας …. -Πριν απ αυτό, θα κατασκευάσουμε ένα λαμπρό, μαρμάρινο άγαλμα, με πρότυπο την πιο όμορφη γυναίκα του Εμπορίου. Τη γυναίκα σου Λάτυπε. Και η ίδια, η Θεώνη από τούδε ορίζεται πρωθιέρεια του ναού της Αθηνάς με όλα τα προνόμια που έχουν οι ιέρειες. εμπρός.....

Φωνάξτε το Βούπαλο και τον Άθινη, τους Μικκιάδες να αρχίσουν δουλειά.

Από τότε, ήρθε ευημερία στον τόπο και ζούσαν όλοι καλά μέχρι …. που πήρε εκείνη η καταραμένη φωτιά. …

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.