Μια πόλη που τη λέγανε Πίτυς.

 Μια πόλη που τη λέγανε Πίτυς.         Ένα γλυκό παραμύθι, του Μπάμπη Κοιλιάρη


Καλησπέρα αγαπημένοι μας φίλοι. Σήμερα ήρθαμε να σας πούμε ένα παραμύθι. Ένα παραμύθι γλυκό. Τόσο γλυκό όσο το γλυκοπορτόκαλο και το μανταρίνι του Κάμπου. Όσο το μέλι και το γάλα του βουνού. Η ιστορία αυτή είναι μακρινή και κοντινή. Όσο περίεργο κι αν σας φαίνεται στη δική μας ιστορία αυτό γίνεται γιατί ο ήρωας μας έζησε σε διάφορες εποχές, μαγεμένος από το ραβδί του Μαγο-δάσκαλου του.

Η ιστορία μας λοιπόν συνέβη, ή μπορεί και να συνέβη σε ένα όμορφο νησί. Ένα στενόμακρο νησί που το λούζει η αλμύρα της θάλασσας και το χαϊδεύουν οι ευωδιές των λουλουδιών, της μαστίχας και του πεύκου. Που το νανουρίζουν οι ήχοι της επτάχορδης λύρας και του τσοπάνικου πλαγίαυλου. Την Μάκρη (Χίος).

Αυτό το νησί βρίσκεται στην μέση του «Παντού». Είναι ένα σταυροδρόμι. Από εδώ θα περάσουν όσοι θέλουν να πάνε από την Ανατολή στη Δύση αλλά και από το Βοριά στο Νότο. Από δω θα περάσουν όλοι όσοι έχουν ανήσυχο πνεύμα και ψάχνουν, ψάχνουν… πολλοί μένουν κι άλλοι απλά αφήνουν το αχνάρι τους.

Κάποτε λοιπόν τα πολύ παλιά χρόνια σ’ αυτό το νησί κατοικούσαν άνθρωποι πλούσιοι και άνθρωποι φτωχοί όπως πάντα και παντού. Οι πλούσιοι ζούσαν στο κέντρο του νησιού, σε μεγάλα μαρμάρινα σπίτια στολισμένα με αγάλματα και κήπους. Έδιναν δουλειά στους φτωχούς κι αυτοί τους βοηθούσαν με χαρά. Όμως κάποια στιγμή οι πλούσιοι άρχισαν να μην φέρονται καλά στους φτωχούς και όλο ζητούσαν περισσότερα, ενώ έδιναν λιγότερα.

Έτσι οι φτωχοί έγιναν δούλοι και υπέφεραν. Ένας δυνατός νέος άνδρας που τον έλεγαν Υδρόμαχο, άρχισε να τους ξεσηκώνει και να τους προτείνει να φύγουν. Ανάμεσά τους ήταν και ένας γέροντας πολυταξιδεμένος μάγος και δάσκαλος που καθόταν πάνω σε μια πέτρα. Δίδασκε στα παιδιά γράμματα, τους έλεγε ποιήματα και παλιές ιστορίες. Κατορθώματα ηρώων. Αυτός ο δάσκαλος, παρ’ όλο που ήταν τυφλός, κατά ένα μυστήριο τρόπο, τα έβλεπε όλα.

Ο γέροντας συμπαραστάθηκε στους φτωχούς και συμφώνησε με τον Υδρόμαχο  να ξεσηκωθούν και να φύγουν. Έγραψε μάλιστα και πολύ ωραία τραγούδια για να τους εμψυχώνει. Ένα βράδυ, αφού έβαλαν φωτιά στις αποθήκες των πλουσίων, οι δούλοι πήραν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και ξεκίνησαν για το βοριά. Περπατούσαν, περπατούσαν, μέχρι που έφτασαν μπροστά σε ένα Αιπύ, δηλαδή ένα πολύ απότομο βουνό. Το έβλεπαν από μακριά, αλλά εδώ από κάτω, ήταν δύσκολα να το ανέβουν. Το Αίπος.

Οι νεότεροι πήραν τα παιδιά στους ώμους και άρχισαν την ανάβαση. Ο Υδρόμαχος πλησίασε τον τυφλό μαγο-δάσκαλο και προσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Εκείνος αρνήθηκε και παρότι ήταν τυφλός, άρπαξε την μαγκούρα του και πήρε την ανηφόρα. «Όποιος θέλει, μπορεί!!» του βροντοφώναξε ανεβαίνοντας με βιάση.

Οι δόμοι που είχαν χαράξει τα κατσίκια στο βουνό, τους έδειχναν από που έπρεπε να περάσουν.  Έτσι, μετά από κάποιες ώρες έφτασαν όλοι σώοι στην κορφή του βουνού και πήραν μια ανάσα. Από εκεί πάνω είδαν τα σπίτια των πλουσίων να καίγονται κάτω στον κάμπο. Ο Υδρόμαχος τους πρότεινε να ξαποστάσουν εκεί για λίγο, γιατί έχουν πολύ δρόμο ακόμα για τον προορισμό τους. Είχε ακούσει για έναν κάμπο που ήταν χωμένος ανάμεσα στα πεύκα κι εκεί τους έμελλε να καταλαγιάσουν.

Το πρώιμο φως της μέρας έσκιζε τον ορίζοντα στα δυο. Ο νεαρός άνδρας αφού τους τακτοποίησε όλους, πλησίασε το Δάσκαλο και κάθισε δίπλα του. Τον κοίταξε με θαυμασμό και άπλωσε το χέρι του πάνω στον ώμο του γέροντα. Εκείνος γύρισε τα θαμπά μάτια του και κοίταξε το νεαρό μπροστάρη. -Είσαι ωραίο παλικάρι του είπε. … και τα μάτια σου λάμπουν από αισιοδοξία!! Η ψυχή σου αστράφτει.. -Μα πως; Πως το ξέρεις; Ποιος είσαι δάσκαλε;

Εκείνος γύρισε και κοίταξε προς το σημείο που χάραζε η ροδαυγή δείχνοντας το μαύρο βουνό στην απέναντι στεριά. Έρχομαι από την Ανατολή. Η κατατρεγμένη μάνα μου με γέννησε δίπλα σ΄ ένα ποτάμι. Το λένε Μέλη. Οι νεράιδες με καλοδέχτηκαν και μου ‘δωσαν το όνομα Μελησιγέννης. Μού ‘δωσαν και πολλά χαρίσματα. Να τραγουδώ, να σκέπτομαι, να γράφω και να μιλώ τραγουδιστά σαν το ποτάμι που κυλάει. Όμως μια νεράιδα ζήλεψε τις άλλες και μου πήρε την όραση. Σιγά σιγά τυφλώθηκα.

Ο Υδρόμαχος άκουγε με προσοχή τον δάσκαλο χωρίς να τον διακόψει. Εκείνος μιλούσε τόσο γλυκά και όλα τα ταίριαζε σαν ποιηματάκια. Σαν τραγούδι. Έτσι έκανε όλους να τον παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. – Μια νεράιδα μου έδωσε τούτη τη μαγκούρα. Συνέχισε ο δάσκαλος. - Έχει πολλή δύναμη μέσα της αλλά δεν την χρησιμοποιώ. Θέλω να δίνω στον κόσμο όλα τα υπόλοιπα εκτός απ’ αυτό.

-Και ποια είναι αυτή η δύναμη της μαγκούρας γέροντα, που δεν θέλεις να χρησιμοποιήσεις? Του είπε ο Υδρόμαχος. Εκείνος έστρεψε την μαγκούρα σε ένα μεγάλο βράχο και από μακριά τον έκαμε να τρέμει. Να τρέμει μέχρι που κουντρουβάλησε στον γκρεμό. – Μα…. Πως το έκανες αυτό; Ρώτησε με θαυμασμό ο νεαρός άνδρας.

Ο δάσκαλος μάζεψε το ραβδί και έσκυψε το κεφάλι λέγοντας, -Πολλά κάνει αυτή η μαγκούρα αλλά καλύτερα να μην τα ξέρει κανείς. Μπορεί να πέσει σε χέρια κακών και να την χρησιμοποιήσουν εναντίον των ανθρώπων. Ο νεαρός άνδρας δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε και έδωσε εντολή σε όλους να προχωρήσουν πιο ψηλά. Ο Μαγο-δάσκαλος σηκώθηκε, τίναξε τα φρίγανα από το χυτώνα του και άρχισε να μουρμουρίζει εκείνα τα περίεργα τραγουδάκια, ακολουθώντας τους άλλους.

Το πρωί τους βρήκε σε ένα πλάτωμα του βουνού που ήταν γιομάτο πέτρες. Έμοιαζε με έρημο κάστρο. Τους άρεσε η περιοχή. Πολλοί ήθελαν να μείνουν εδώ. Να μην διακινδυνεύσουν για τα καλύτερα. Ανασκουμπώθηκαν κι έπιασαν αμέσως δουλεία. Έπρεπε να κάμουν χωράφια να σπείρουν και να θερίσουν. Να φυτέψουν δέντρα και να μαζέψουν καρπούς. Εκεί το πάνω χέρι το είχε μια γριά. Αυτή τους έδειχνε που να στοιβάζουν τις πέτρες. Δούλευαν καιρό κι έτσι έκαμαν πολλούς σωρούς, μεγάλους σαν πυραμίδες. Έχτισαν και σπίτια, και ναούς μεγάλους για να τιμήσουν τους θεούς τους.

Όμως ο τόπος δεν τους χωρούσε όλους. Έτσι άφησαν τη γριά να διαφεντεύει το Έρημο Κάστρο και οι περισσότεροι συνέχισαν ακόμα μια μέρα δρόμο μέχρι που βρήκαν εκείνο τον τόπο που έψαχναν. Ήταν μια κοιλάδα εύφορη, κρυμμένη ανάμεσα σε δυο βουνά γεμάτα με πεύκα ως πάνω τις κορφές τους. Το χώμα της απαλό και έτοιμο να φυτευτεί και να δώσει καρπούς. Ήταν η Πίτυς. Το Πιτυός όπως το έλεγαν χαϊδευτικά αργότερα.

Τον κάμπο έσκιζε ένα ποτάμι στη μέση και πολλές πηγές ανάβλυζαν και δρόσιζαν όλα τα άγρια ζώα. Πολλά αγρίμια τριγύριζαν στις πλαγιές. Λαγοί, αλεπούδες, κουνάβια και αγριοκάτσικα. Κοτσύφια, τσίχλες, πέρδικες και κάθε λογής πετεινά γέμιζαν με ουράνια μουσική τον αέρα.

Ο Υδρόμαχος μαζί με το Μαγο-δάσκαλο τον Μελησιγέννη, αμέσως μοίρασαν δίκαια τη γη σε όλους που φάνηκαν ευχαριστημένοι. Κατάφεραν να ημερέψουν τα αγριοκάτσικα που τα έβαλαν σε στάνες. Έτσι έπαιρναν γάλα, μαλλί, κρέας και ότι άλλο τους έδιναν τα ζωντανά. Καλλιεργούσαν την εύφορη γη και έκαναν καρπούς και λάδι και σύκα και σιτάρι και ότι άλλο χρειαζόταν για να ζήσουν καλά .

Ο Δάσκαλος τους μάθαινε να γράφουν και να διαβάζουν. Τους μάθαινε τέχνες. Τους μάζευε όλους και τους έλεγε την ιστορία τραγουδιστά. Έπαιζε παίγνια μαζί τους. Βατραχομαχίες, ποντικομαχίες, βόλους και τόσα άλλα. Τα παιδιά τον λάτρευαν. Μόλις τελείωναν τη δουλειά έτρεχαν στα Ομέρικα για να τον δουν και να τους τραγουδήσει στιχάκια για τους παλιούς πολέμους. Για αγάπες και προδοσίες. Για έξυπνους και πολυμήχανους βασιλιάδες. Για ήρωες.

 Ο ίδιος είχε φυτέψει μερικές ελιές δίπλα στο καλύβι του, στα Ομέρικα και περίμενε πως και πως να μεγαλώσουν για του κάμουν λάδι. Όμως τα κατσίκια όλο τις τσιμπούσαν και τα κυνηγούσε με τη μαγκούρα του για να τα διώξει. Μια φορά τον θύμωσαν τόσο πολύ που τις μεταμόρφωσε όλες σε πρόβατα. Κάτι άσπρα χαριτωμένα προβατάκια με μαύρη μούρη και μαύρα πόδια.

Οι τσοπάνηδες απόρησαν πώς τα κατάφερε αλλά εκείνος ποτέ δεν τους είπε για τη δύναμη που είχε το ραβδί του. -Τα πρόβατα δεν τρώνε τις ελιές τους απάντησε. Ενώ τα κατσίκια σας;… Ο Υδρόμαχος έπαιζε χαρούμενα πλαγίαυλο (παγιαύλι) και γελούσε κάθε φορά που ο δάσκαλος μάγευε τις κατσίκες για να σώσει τις ελιές του. -Δάσκαλε κάμε μας και κανένα σκύλο. Δεν έχουμε μαντρόσκυλα. -Δεν τα χρειάζεστε. Του απάντησε ο δάσκαλος. Δεν έχει λύκους η Πιτυούσα (Χίος). Και κάθισαν δίπλα στην καλύβα του να ξαποστάσουν. Ο δάσκαλος σήκωσε το κεφάλι και ύψωσε τη μύτη του στον αέρα. ΦΩΤΙΑ!!! Έρχεται φωτιά. Ο Υδρόμαχος είδε κάπνα που σημαίνει ότι καίγεται η πίσω πλευρά του βουνού. Δεν άργησε να πάει στην πλατεία για να μαζέψει κόσμο.

Όμως ο αέρας απειλητικός, έσπρωχνε τις φλόγες ολοένα προς το χωριό. Οι άνδρες άρχισαν να την πολεμούν με ότι είχαν. Εργαλεία, χώμα κλαδιά. Ο αγώνας ήταν άνισος όμως νίκησαν. Όλοι ήταν μαύροι ως Αιθίωπες ( όψη αιθάλης-κάπνας, Αιθαλή Χίος ) από τη πάλη τους με τη φωτιά. Μόλις κόπασε η φωτιά, συνέβη κάτι που δεν το περίμεναν.

Βρέθηκαν περικυκλωμένοι από μια ομάδα οπλισμένων πλουσίων που είχαν έρθει από την πόλη. Αυτοί έβαλαν την φωτιά για να εκδικηθούν τους φτωχούς δούλους τους. Οι αρχηγοί, που ήταν καβάλα σε μαύρα άλογα διέταξαν να συλληφθεί ο Υδρόμαχος και να κρεμαστεί στο γέρικο πλάτανο του χωριού. Άοπλοι όπως ήταν οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να αντιδράσουν.

Έδεσαν πισθάγκωνα τον νεαρό ήρωα και το έσυραν μέχρι το χωριό. Κάποιος πήγε κι έφερε κοντά τον δάσκαλο. Ήθελαν οι ένοπλοι, να είναι παρόντες όλοι για να παραδειγματιστούν. Ένας από τους οπλισμένους έριξε το σκοινί με τη θηλιά σε ένα χοντρό μπράτσο του πλατάνου, την φόρεσε στο λαιμό του μαυρισμένου από την κάπνα παλικαριού και περίμενε το σύνθημα. Μόλις ο αρχηγός πάνω στο μαύρο άτι φώναξε «θάνατος!!» 10 στρατιώτες τράβηξαν με δύναμη το σκοινί και τον ανέβασαν ψηλά. Την ίδια στιγμή ο δάσκαλος πέταξε με δύναμη τη μαγική του μαγκούρα στον μελλοθάνατο ήρωα, φωνάζοντας δυνατά τη λέξη «ΟΦΙΣ» (Οφιούσα Χίος).

Όλοι ξάφνου είδαν την μαγκούρα στον αέρα να μεταμορφώνεται σε ένα φτερωτό φίδι με 5 κέρατα. Το φίδι πέταξε και χτύπησε στην καρδιά τον μελαμψό νεαρό, λίγο προτού ξεψυχήσει. Τότε συνέβη ακόμα κάτι απόκοσμο και μαγικό. Ο μαυρισμένος Υδρόμαχος μεταμορφώθηκε σε ένα μαύρο κοτσύφι και πέταξε μέσα στα κλαδιά του πλατάνου. Οι ένοπλοι εισβολείς βλέποντας όλα αυτά τα απίστευτα που συνέβησαν μπροστά στα μάτια τους, έπεσαν κάτω έντρομοι.

Οι χωρικοί αμέσως άρπαξαν την ευκαιρία, πήραν τα όπλα από τους απρόσκλητους επισκέπτες και τους τα κάρφωσαν στο λαιμό. Κάτω από εκείνο τον πλάτανο παιδάκια μου, που ζει ακόμα κι αν είχε στόμα θα μας τα μαρτυρούσε, έγινε μεγάλο μακελειό. (Μάκελος) Όσοι από τους άρχοντες επέζησαν, έφυγαν τρέχοντας και δεν γύρισαν να δουν πίσω τους μέχρι που έφτασαν στην πόλη.

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού θρήνησαν το χαμό του Υδρόμαχου με μια ελπίδα, κάποια μέρα να ξαναγίνει πάλι το κοτσύφι, άνθρωπος. Ζήτησαν από το δάσκαλο να τους δώσει το ξόρκι και εκείνος το έκαμε με χαρά. Το έγραψαν πάνω σε μια πέτρα και το έβαλαν στη μέση του Πιτυούς για να το μάθουν όλοι. Το ξόρκι έγραφε: Μέσα σε μια δαχτυλήθρα, μια σταγόνα λάδι ελιάς, μια σταγόνα γάλα πρωτόγεννης κατσίκας, ένα κόμπο ρετσίνι της τσικουδιάς (κρεμεντίνα) και ένα δάκρυ αγαπημένου του ανθρώπου. Μάλιστα γέμισαν μια αποθήκη με κρεμεντίνα από τις τσικουδιές του κάμπου για να βάζουν στο ξόρκι.

Το μαγεμένο κοτσύφι κάθε χρόνο τέτοια μέρα γύριζε στον πλάτανο. Κάθε χρόνο ετοίμαζαν το ξόρκι και το έδιναν στο πουλί, που όμως δεν ξανάγινε ποτέ άνθρωπος. Κάτι δεν γινόταν με σωστό τρόπο. Οι άνθρωποι άρχισαν να απογοητεύονται. Ο Υδρόμαχος όμως δεν σταμάτησε να έρχεται στον πλάτανο και κελαηδά σαν να παίζει το αγαπημένο του παγιαύλι.

Η συνταγή πέρασε από γενιά σε γενιά και ο δάσκαλος έφυγε αφού τους έμαθε όλους να διαβάζουν και να γράφουν. Πήγε και σε άλλα χωριά που είχαν γίνει από τους τσοπάνηδες, σε όλη τη βορινή πλευρά του νησιού. Οι κάτοικοι του Πιτυούς πήραν την πέτρα με το ξόρκι και την πήγαν πάνω στην κορφή του βουνού. Για να μην την πατούν και σβήσει με τον καιρό.

Πέρασαν πολλές γενιές μέχρι που ήρθαν κάποιοι ξένοι άνθρωποι από τη Γένοβα. Αυτοί μεγάλωσαν το χωριό, μεγάλωσαν και τα κοπάδια με τα κατσίκα. Έχτισαν ανεμόμυλο για τα σιτάρια και ένα ψηλό πύργο όπου ζούσε ο άρχοντας με την πανέμορφη κόρη του τη Βερενίκη. Η κοπέλα αφού τακτοποιήθηκε, έκαμε μια βόλτα στο χωριό και κάθισε να ξαποστάσει κάτω από τον γέρικο πλάτανο, εκεί στο σημείο που έγινε το μακελειό κάποτε.

Ένα μαύρο κοτσύφι κάθισε τα κλαδιά και άρχισε να κελαηδάει τόσο όμορφα που η φωνή του έμοιαζε με τσοπάνικο σκοπό από φλογέρα. Η όμορφη γενοβέζα ξάπλωσε κατάχαμα μαγεμένη από το εκείνο το σκοπό και αφέθηκε να τον απολαμβάνει.  -Αχ καλέ μου κότσυφα μακάρι να ήσουν άνθρωπος να μιλούσα μαζί σου. Νιώθω τόση μοναξιά. Του είπε το κορίτσι και έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας ένα καυτό δάκρυ να κυλίσει στα ροδαλά μάγουλά της.

Τότε ο κότσυφας που δεν ήταν άλλος από τον Υδρόμαχο, την συμπόνεσε και της μίλησε με ανθρώπινη φωνή. -Με λένε Υδρόμαχο, της είπε. Εκείνη δεν πίστευε στα αφτιά της και άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Πράγματι το κοτσύφι είχε κατέβη δίπλα της και της μιλούσε. – Υδρόμαχο; Εμένα με…  με λένε Βε… Βερενίκη.  Είπε τραυλίζοντας.

Έτσι γνωρίστηκαν το κορίτσι με το πουλί, που κάθε βράδυ πήγαινε και της έκανε συντροφιά για να μην νοιώθει μόνη. Κάθε βράδυ της έλεγε και μια ιστορία. Της είπε πως όταν ναυάγησε το καΐκι του,  χαροπάλευε ώρες με τα κύματα. Έτσι τον ονόμασαν Υδρό-μαχο. Της είπε για τους άρχοντες στην πόλη και την σκλαβιά τους. Της είπε για τον ξεσηκωμό και για το δάσκαλο που ήταν μάγος.

Της εξήγησε πώς η ψυχή του μπήκε μέσα στο σώμα αυτού του μαύρου πουλιού. Η μικρή αρχόντισσα τον άκουγε με ανοιχτό το στόμα και στο τέλος ερωτεύτηκε τον κότσυφα. -Αγαπημένε μου πόσο θα ήθελα να ήσουν άνθρωπος. Δεν με νοιάζει καθόλου πως θα μοιάζεις. Είσαι τόσο καλός, που το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να με ζεστάνεις στην αγκαλιά σου.  Έτσι του ζήτησε το ξόρκι για να τον ξανακάνει άνθρωπο.

Ο Υδρόμαχος δέχτηκε και εξήγησε στην Βερενίκη ότι το ξόρκι το φυλάει η Πετροπέρδικα. Η αρχόντισσα των πουλιών που ζει στην κορφή του βουνού. -Αν την παρακαλέσεις μπορεί να στο δώσει. Για να την καλοπιάσεις, δώσε της και ένα δώρο. Η λαχτάρα της αρχόντισσας ήταν πολύ  μεγάλη. Δεν κοιμήθηκε το βράδυ. Την άλλη μέρα πρωί πρωί ανέβηκε στο βουνό.

 Στο δρόμο έσκισε τα πανάκριβα ρούχα της, πλήγωσε τα πόδια της, αλλά δεν σταμάτησε μέχρι που έφτασε σε μια καλύβα. Εκεί κοιμόταν η πετροπέρδικα. Εκεί πια θυμήθηκε πως έπρεπε να της φέρει ένα δώρο, όμως από τη βιάση της δεν της πήρε τίποτα. Έβαλε το χέρι στα μαλλιά της και είδε ότι φορούσε μια χρυσή κορδέλα. Την έλυσε και τη κράτησε σφιχτά στο χέρι. Άρχισε λοιπόν να τις τραγουδάει ένα γλυκό τραγουδάκι για να την πείσει.

«Ξύπνησε πετροπέρδικα, κι ήρθα στη γειτονία σου. Χρυσή κορδέλα σου ‘φερα να πλέξεις στα μαλλιά σου». Η Πετροπέρδικα ξύπνησε, συγκινήθηκε από το όμορφο τραγούδι που με τόσο καημό έλεγε η αρχοντοπούλα και βγήκε να την προϋπαντήσει. Η Βερενίκη αφού της χάρισε την κορδέλα, της ζήτησε το ξόρκι του Κότσυφα. Το βουνίσιο πουλί της έδειξε τότε μια πέτρα με γράμματα που χρόνια τώρα ήταν χωμένη στο χώμα. Η Βερενίκη δεν μπορούσε να την σηκώσει και έτσι έμαθε απ έξω το ξόρκι. Όμως η τελευταία γραμμή του ήταν κρυμμένη και έτσι δεν την είδε.

Πήρε αμέσως τον κατήφορο για το χωριό. Ετοίμασε γρήγορα το ξόρκι και το έδωσε στον κότσυφα. Περίμενε, περίμενε, αλλά τίποτα. Το πουλί, παρέμεινε πουλί. Η Βερενίκη τότε άρχισε να κλαίει από τον καημό της. Δυο δάκρυα έπεσαν μέσα στη δαχτυλήθρα. -Για ξαναδοκίμασε πουλάκι μου μια φορά ακόμα, δεν βλάπτει. Αν και δεν διάβασε ποτέ την τελευταία γραμμή, η αρχόντισσα έκαμε εκείνο ακριβώς που έπρεπε, κατά τύχη. Έριξε δηλαδή μέσα στο ξόρκι δυο δάκρυα από ένα αγαπημένο του πρόσωπο.

Επειδή δεν ήθελε να δει άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια, έφυγε από το Μάκελο. Πήγε πάνω στον πύργο της και αγνάντευε το φεγγάρι που μεσουρανούσε. Ήταν συλλογισμένη και απογοητευμένη. Από αυτή της την στεναχώρια την έβγαλε ο ήχος από ένα τσοπάνικο παγιαύλι. Γύρισε και είδε ένα νεαρό τυλιγμένο σε μια μαύρη κάπα να παίζει ένα γλυκό σκοπό σαν κι αυτόν του κότσυφα. Υδρόμαχε!! Του φώναξε. Εκείνος πλησίασε, την πήρε κάτω από την μαύρη κάπα του και την ζέστανε εκεί για πάντα. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.                                            

 Χ.Κ. 28/1/2021






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.