Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Η πρώτη βροχή............... διήγημα


Η πρώτη βροχή              διήγημα                του Μπάμπη Κοιλιάρη


Ο Μαστρο Νικολός ακούμπησε τα ροζιασμένα χέρια του στη γιομάτη ραγάδες γη. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό. Ο ήλιος που ήταν ακόμα ψηλά το τύφλωσε προς στιγμή κι εκείνος έστρεψε αργά το βλέμμα του κατά τον ορίζοντα. Τα λιγοστά σύννεφα περνούσαν σχετικά γρήγορα κουρεύοντας της κορφές των βουνών και φεύγοντας ταχιά για το Νότο.
 Γύρισε και χάιδεψε τα καρουλιασμένα φύλα της πορτοκαλιάς που έστεκε δίπλα του κατάφορτη με καρπό. Τα έτριβε με τα δάχτυλα του απαλά λες κι ήθελε να τους κάμει κάποιου είδους χειραψία, σαν ένα χαιρέτισμα. Τα σκυθρωπά μάτια του καρφώθηκαν ανάμεσα στις φυλλωσιές που τις περιεργάστηκε για ώρα, πολλή. Θα μπορούσε κανείς να μαντέψει από τους μορφασμούς του προσώπου του, τι θα μπορούσε να τις λέει. Σχεδόν το ψέλλιζαν και τα σκισμένα χείλη του. «Υπομονή, κάμε λιγάκι υπομονή…. Όπου να ‘ναι θα βρέξει…. Κουράγιο καλή μου.»

Πήρε το τσαπί κι ξερίζωσε μερικά καλοκαιρινά αγριόχορτα από τη ρίζα της. Τούτη τη φορά του ξέφυγε το παραμιλητό κι ακούστηκε δυνατά «Σου πίνουν το πολύτιμο νεράκι, σε βυζαίνουν τα άτιμα…. Θα τα βγάλω όλα».
Σήκωσε πάλι το τσαπί και το χτύπησε με όση δύναμη είχε πάνω στη ρίζα του αγριόχορτου. Τόση πολλή μανία είχε, που θα ‘λεγε όποιος τον έβλεπε εκείνη την ώρα, πως ο μαστρο Νικολός ήτανε σε πόλεμο, σε άγρια μάχη κι έπαιρνε το κεφάλι του οχτρού μονομιάς. «καλό σημάδι… ε; μια και κάτω»
Κάθε τσαπιά, κι ένα σύννεφο σκόνης γέμιζε τον αέρα, ένα κουρνιαχτό, έρημος.

-Ερήμωσαν τα χωράφια μαστρο Νικολό!! Του φώναξε ο μπάρμπα Θανάσης, ο καλός του γείτονας που περνούσε από το πάνω στρατάκι με το γαδούρι του φορτωμένο κορμούς από ξερές αμυγδαλιές. –Ερήμωσαν, πάνε. Ένα- ένα εγκαταλείπει αρχίζοντας από τα ψηλά.  – ένα παρατεταμένο δυνατό «Ναι…..» βγήκε απ τα χείλια του Νικολού. Σαν να επιβεβαίωνε μεν τα λόγια το φίλου του αλλά που, κατά βάθος δεν ήθελε να τα πιστέψει, ότι δεν θα του περάσει. –Εδώ είναι το κάτω λαγκάδι, δίπλα στον ποταμό… δεν θα τα παρατήσομε έτσι κι εύκολα… είπε γελώντας.
-Βλέπω έχεις και χιούμορ Νικολή…. Πόσο έβρεξε φέτος βρε; Για πες μου; Πόσο νερό έχει το πηγάδι σου; Το μέτρησες; Του λέει ο μπάρμπα Θανάσης για να τον πικάρει.

Ο μαστρο Νικολός γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε λοξά και ολίγον τι θυμωμένα. Όμως δεν μίλησε. Δεν είχε λόγια να απαντήσει. Δεν ήξερε τι να πει κι έσκυψε πάλι το κεφάλι στη γη, σιωπηλός. Όμως όχι για πολύ. Έτσι χωρατατζής που ήταν προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα γιατί η προηγούμενη ήταν πικρή και άχαρη. – Βρε δε βλέπεις που είσαι ο τελευταίος που έχει γάδαρο στα μέρη μας… και τι γάδαρο , ψωριάρικο και γέρο. Άντε να πάρεις ένα τραχτεράκι, άντε τσιφούτη.
Ο μπάρμπα Θανάσης γέλασε με την καρδιά του για το πείραγμα του φίλου του. Έδεσε το γάδαρο σε μια κουντουρουδιά να τρώει απ τα πεσμένα, και κατηφόρισε προς το περιβολάκι του Νικολού. – Για δε, του λέει. Μπάς θαρείς πως μου μείνανε φράγκα για τραχτεράκι. Με φτή την κωλοσύνταξη σαμ που μας τηνε κάμανε, κακό χρόνο να ‘χουνε; Ιντα θαρρείς πως μένει;  Ευτοί στην κυβέρνηση, βρε δεν είναι Χριστιανοί βρε, βρε δεν είναι έλληνες βρε, εβραίοι είναι….
Ο μπάρμπα Θανάσης πλησίασε, έβγαλε το τραγιασκάκι του να αεριστεί το καταϊδρωμένο άτριχο κεφάλι του και κάθισε σε μια σιδερόπετρα να ξεκουράσει τα γερασμένα ποδάρια του. – καίει η πέτρα Νικολή, όχου μωρέ θα ψηθεί ο πισινός μου.

Ο Μαστρο Νικολός πήγε κάτω από μια λεμονιά, πήρε ένα μπούρμπουλα, γέμισε ένα αλουμινένιο κύπελλο με δροσερό νεράκι και το πρόσφερε στο φίλο του. – Να πάρε κομμάτι δροσιά από πάνω να κατέβει κι από κάτω.   Άντε πιες το μπας και πάψεις να καταλές. Ίντα θες μωρέ και όλα σου φταίνε; Δεν βλέπεις που μπορείς να σκαρβελώνεις ακόμα στο γάδαρο, και να τρέχεις στα ψηλώματα, και να φορτώνεις ξυλαράκια, έχεις και παράπονο.
Ο Μπάρμπα Θανάσης ρούφηξε σαν ξερό σφουγγάρι το κρύο νεράκι και γύρεψε και δεύτερο. -Για ε, καλά τα λες Νικολή, ε θέμενε πια και πολλά εμείς, καλά να ‘μαστε να μπορούμε να σκαρβελώνομε στις γαδούρες…. Όσο για τον προστάτη, όλο το βουνό δικό μας. Σού ‘ρχεται; Στέκεσαι όπου να ‘ναι και αδειάζεις το σακούλι .. χα χα χα χα
Έσκασε στα γέλια ο μπάρμπα Θανάσης με τα ίδια τα λεγόμενά του αλλά τον έκοψε ο Νικολός.
- Με τα φάρμακα τι γίνεται; Τι ακούς; Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. -Η Αντωνία δεν είναι πάλι καλά. Συνέχισε. -Πρέπει να τις κάνω τις ενέσεις, πρέπει να την πάω στο γιατρό, μα κάθε φορά που πάω μου γυρεύει φράγκα. Που πήγαν τα δουλεμένα μας βρε Θανάση! Αχχ… Ξερή γης παντού … δεν πάει άλλο.
-Εσύ τα λες αυτά μωρέ Νικολή; Εσύ που δεν το βάζεις κάτω; Εσύ που δίνεις κουράγιο σε όλους μας… θέλεις να σου δώκω τίποτις φράγκα να πάς την Αντωνία στη Χώρα… αποκρίθηκε συγκινημένος ο μπάρμπα Θανάσης.
-Όχι,  όχι ευχαριστώ έχω ένα κομπόδεμα κρυμμένο… σ’ ευχαριστώ πολύ. Αποκρίθηκε ο μαστρο Νικολός. Η κατάστασή του δεν ήταν καλή. Ψυχολογικά ήταν πεσμένος. Εκείνο το θηρίο, ο πεισματάρης ο μπροστάρης σε όλα, τώρα…. Στεκόταν αμίλητος. Γύρισε το βλέμμα του προς τον τοίχο του ποταμού που περνούσε δίπλα στο περιβολάκι του. -Λες να αντέξει; Ο τοίχος λέω, λες να αντέξει;.

Ο Μπάρμπα Θανάσης μπερδεύτηκε για την γρήγορα αλλαγή της κουβέντας αλλά του απάντησε – Ο τοίχος; Γιατί να μην αντέξει; Τόσα χρόνια κρατεί, τώρα θα πέσει;
- Τόσα χρόνια είχε και πεύκα στο βουνό, και πουρνάρια και αστυφίδες κι ασπαλάθρους… φέτος τα κάψανε όλα οι κερατάδες, κακό χρόνο να ‘χουνε.. τίποτα δεν έμεινε να συγκρατεί το νερό. Να ‘ρχεται λίγο λίγο βρε παιδί μου.
- Δίκιο έχεις. Αποκρίθηκε ο Θανάσης
- Βλέπεις ίσια πάνω τη ρεματιά; Του λέει ο Νικολός. Αν κατέβει το κεφάλι θα τα πάρει όλα. Όχι μόνο τον τοίχο. Τα δέντρα, τις ρίζες, το χώμα, τα πάντα.

Ο μπάρμπα Θανάσης σκιάχτηκε καθώς του ‘ρθαν δυο παγωμένες ψιχάλες πάνω στην κάτασπρη, σε σχέση με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο, φαλάκρα. Φόρεσε ξανά την ψάθινη τραγιάσκα και σηκώθηκε ολόρτος. –Πάω σιγά σιγά. Η Μαριγώ ψήνει φάβα, κουκόφαβα δικιά μου, μέλι σου λέω! Πάρε την Αντωνία κι ελάτε να πιούμε καμιά σούμα.
- Καλά θα δω, αν δεν πονά. Του αποκρίθηκε ο μαστρο Νικόλας και συνέχισε. -Πού τα πάς τα ξύλα Θανασό;.
- Ε δε βλέπεις;… το γκάζι επήενε στα ύψη. Που να το φτάσομενε πια. Μαζεύω σιγά σιγά ξυλαράκια για το χειμώνα. Η Μαριγώ μαγειρεύει με ξύλα. Πρέπει να τα πάω πρι βραχούνε.. άντε σε περιμένω. Ο Μπάρμπα Θανάσης ανέβαινε την ανηφόρα κι όλο έλεγε το στόμα του… δεν άκουσε όμως την απάντηση το φίλου του.
Εκείνο το βράδυ έκαμε μια καταρρακτώδη βροχή.

Ο Μπαρμπα Θανάσης δεν περίμενε αργά πια να τον επισκευθεί ο φίλος του μέσα σε τόσο χαλασμό. Του βαλε η Μαριγώ του να φάει και να πιεί το καθιερωμένο πριν καταλαγιάσουν. Εκείνη τη στιγμή πάνω στην πρώτη μπουκιά χτύπησε η πόρτα. Ήταν η Κυρά Αντωνία διπλωμένη στα δυο και κατατρομαγμένη. – Τι τρέχει; Την ρώτησε η Μαριγώ. – τι συμβαίνει Αντωνία;
Εκείνη κατάφερε με πολλή κόπο να ψελίσει : Ο Νικολός, δεν ήρθε ακόμα ο Νικολός… είναι στο περιβόλι στο κάτω λιβάδι. Σκιάζομαι.
Ο μπάρμπα Θανάσης, μαζί με άλλους γείτονες έτρεξαν, έψαξαν και μετά από ώρα βρήκαν το Νικολό μέσα σ’ ένα μισογκρεμισμένο καλύβι. Στην αρχή το πέρασαν για πεθαμένο αλλά μετά τους μίλησε και στάθηκε στα πόδια του. Ήταν καλά, Ήταν γερός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.