Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Ο δρόμος μας

 

«Ο δρόμος μας»

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΜΑΣ

 του  Μπάμπη Κοιλιάρη 

 


Ο καιρός περνά γρήγορα μπροστά στα μάτια μας και η εξέλιξη αλλάζει τα πάντα γύρω μας. Οι παιδικές μας θύμησες φαντάζουν σαν παλιό παραμύθι. Τα χωριά μας άλλαξαν κι αυτά. Όμως μέσα στις ψυχές μας θα παραμένουν έτσι όπως τα ζήσαμε εμείς οι πιο μεγάλοι, και τα γνωρίσαμε πριν 30 – 40 χρόνια. Με τα καλντερίμια και τον πυρόλιθα στους δρόμους, με τα ξεροτρόχαλα τοιχογύρια, τα γιασεμιά και τις μποφόλιες να χρωματίζουν και να αρωματίζουν τις αυλές και τα τσαρδάκια. Με τις κατσίκες, τις προβατίνες και τα γαδουράκια να βόσκουν και να τριγυρνούν εδώ κι εκεί.

            Κάθε πρωί πηγαίνοντας στα χωράφια για τις δουλειές και το μεροκάματο και το απόγευμα γυρίζοντας και ξεκούραση στο σπίτι, πάντα πάνω σ’ ένα γάδαρο ή σέρνοντάς τον φορτωμένο με τις ταές και τους καρπούς, περνούσαν όλοι μπροστά από το σπίτι μας. Εκείνος ο δρόμος δεν είχε σταματημό από τους περαστικούς. Άλλος για τη Φυρόλακα, άλλος για το Ίσιο, άλλος για την Αγια Σκέπη ή του Μπριλή. Πρωί - πρωί πριν ακόμα ο ήλιος να σηκωθεί ψηλά, ίσα - ίσα που να φέγγει, άρχιζαν τα όργανα.

Κουδούνια από τις κατσίκες, άδειες σίκλες να χτυπούν πάνω στο σαμάρι ή γκαζοντενεκέδες γεμάτοι με εργαλεία, τσάπες και πριόνια, συνέθεταν μια μουσική στο ρυθμικό βήμα του γαδάρου. Αυτό το βήμα που πολλές φορές ντραβλισμένο και ασυντόνιστο προσπαθούσε να ισορροπήσει στην κατηφοριά, καθώς ο πυρόλιθας στο δρόμο δεν ήταν ότι καλύτερο για τα μισοφαγωμένα τους πέταλα. Έτσι φαλτσάριζαν κάνοντας τον αναβάτη κα καρδιοχτυπά μήπως και σωριαστεί στο χώμα. ‘Όμως αυτοί πάντα όρθιοι, υπομονετικοί και πιστοί στις προσταγές του αφέντη (Μωρή ψουουουουου !!!! κακό ψόφο να’ χεις) τον οδηγούσαν ασφαλώς στον προορισμό του.

Οι πιο γέρικοι ήξεραν το δρόμο μόνοι τους με τα χρόνια αλλά οι νεώτεροι μουλάρωναν καμιά φορά. Σε κάθε περίπτωση το αφεντικό δεν έδειχνε ποτέ ευχαριστημένο, ίσως για να μην του δίνει αέρα και να κρατά το πάνω χέρι. Όλο παράπονα και βρισιές για το καημένο το ζώο που τον κουβαλούσε στην πλάτη του. «Αναγκασμά σε άχρηστε, κακορίζικε, ψοφίμι» ή και ακόμα  εκείνο το παρατεταμένο «ααααα!!!! Αααααα! Τσι τσι τσι». ‘Όλα αυτά τα επιφωνήματα στόλιζαν λεκτικά την μουσική από τους ντενεκέδες και τις σίκλες, μαζί με τα φτερνίσματα του γαδάρου και τα βελάσματα από τις κατσίκες συνέθεταν ένα σουρεαλιστικό μουσικό κομμάτι που θα ζήλευε κάθε σύγχρονος πρωτοποριακός καλλιτέχνης που ψάχνει κάτι διαφορετικό.

Με αυτούς τους ήχους ξυπνούσα κάθε πρωί και παρ όλο που μου άρεσε το χουζούρι, προτιμούσα να βγαίνω στον αυλόγυρο, κοντά στο δεντρονίβαλο, δίπλα στο πηγάδι και να παρακολουθώ το θέαμα. ΗΧΟΣ και ΕΙΚΟΝΑ. Ένα χοροθέατρο, μια παρέλαση που δεν υπάρχει όμοιά της, στα μάτια ενός μικρού παιδιού φαντάζει σαν Τσίρκο, σαν κάτι μαγικό και απερίγραπτο. Καλημέρααααα!!

Τα πόσα καλημερίσματα αντάλλαξα με τους περαστικούς, δεν τα μέτρησα ποτέ. Μάζεψα τόσα πολλά που πιστεύω πως φτάνουν για δυο ζωές.  Ήταν όμως αληθινές και πράγματι είχα καλή μέρα γιατί η ευχή έβγαινε πάντα μέσα από την καρδιά αυτών των απλοϊκών ανθρώπων. Η θετική ενέργεια που μου έστελναν με γέμιζε χαρά και ένιωθα ξεχωριστός αφοί όλοι, μα όλοι μου έκαναν ένα δώρο πρωί – πρωί, στολισμένο με ένα γλυκό χαμόγελο.

Το βραδάκι πάλι κατάκοποι, άνθρωποι και ζώα, φορτωμένοι με ξύλα, καρπούς, αμύγδαλα και ολόγλυκα σύκα δεν παρέλειπαν να σταματήσουν και να μου προσφέρουν απλόχερα μια χούφτα από ότι ο καθένας είχε στο ντρουβά του, μαζί με ένα «Καλό Βράδυ» και πάλι με ένα ζεστό χαμόγελο να φωτίζει τα κουρασμένο τους πρόσωπο. Με το αλάτι του ιδρώτα στεγνωμένο πάνω στα άτακτα φρύδια που είχε συσσωρευτεί ο κόπος όλης της μέρας. Το ηλιοκαμένο τους πρόσωπο  κάτω από τη σκιά της κίτρινης μαντίλας ή τις τραγιάσκας που φορούσαν, έδειχνε αστείο όπως φάνταζε έντονα δίχρωμο όταν την έβγαζαν για να πάρουν αέρα στην απογευματινή δροσούλα. Την όλη αντίθεση στόλιζε η κατακόκκινη ξεφλουδισμένη μύτη που τους έκανε να μοιάζουν με καλοκάγαθους κλόουν .

Το δεντρονίβαλο ξεράθηκε ένα δύσκολο χειμώνα και έτσι φύτεψα καινούριο, εκεί δίπλα στο πηγάδι για να μη χάσω τον τόπο, το σημάδι που στεκόμουνα παλιά. Όταν μεγάλωσε πήγα εκεί ένα πρωί περιμένοντας τους περαστικούς με τους γαδάρους να με καλημερίσουν και να μου δώσουν λίγη απ’ την θετική τους ενέργεια που την είχα ανάγκη. Το δώρο τους. Όμως απογοήτευση.!!! Αντί για γκαρίσματα ακούστηκαν μηχανές. Αντί για βελάσματα και κουδούνια , φρεναρίσματα. Αντί για ζωντανά και γέλια, πέρασαν λιγοστά αγροτικά με μεγάλες ρόδες και διπλά διαφορικά. Φουριαστά και σιωπηλά που όχι μόνο δεν κοντοστάθηκαν αλλά δεν πάτησαν ούτε την κόρνα για να μη χάσουν λίγο από τον «Πολύτιμο» χρόνο τους. Αυτόν τον αδυσώπητο χρόνο, εκείνο που μας κυνηγά και μας κάνει να τρέχουμε σαν δαιμονισμένοι δεξιά κι αριστερά.

Ούτε την κόρνα….. που σε καμιά περίπτωση δεν συγκρίνεται και δεν αντικαθιστά ούτε στο ελάχιστο εκείνο το ζεστό καλημέρισμα και το γλυκό χαμόγελο. Δεν είναι σωστό να ζούμε με τα φαντάσματα του παρελθόντος, όμως αν αυτά έρχονται να μας ξυπνήσουν την ανθρωπιά και τα συναισθήματα, τότε καλό είναι να τα διατηρήσουμε και μέσα μας και μεταξύ μας. Ας σώσουμε μερικά κομμάτια από τα χωριά μας που δηλώνουν εκείνη την εποχή. Τα λουτρουβιά, τους παλιούς φούρνους, τα καφενεία και τα μπακάλικα πουν πάνε να σβήσουν στη σκιά των πολυεθνικών και της χλιδάτης πόλης. Και όσες άλλες γωνιές μπορούν ακόμα να μας θυμίζουν ποιοι είμαστε και από πού ήλθαμε. Κι αυτά να τα χαρίσουμε εμείς στα παιδιά μας , στους νέους έτσι για να έχουν κι αυτοί μια μικρή γεύση από κείνη τη δύσκολη μα γλυκιά εποχή όπου οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά ο ένας στον άλλο.

Ας τα κρατήσουμε σαν σύμβολα, που με λειτουργικό τρόπο θα μπορούσαν να αφήσουν την αύρα τους πάνω μας και να αγκαλιάσουν τις καινούριες γενιές, δίνοντας το στίγμα της ανθρωπιάς και του πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που δεν χρειάζεται σπουδές και διπλώματα αλλά απλά να τον καλλιεργήσεις μέσα σου έτσι όπως τα μποστάνια με τα ντοματάκια και τις μελιτζάνες, Έτσι σαν τις αγκινάρες, θα έρθει ο καιρός που θα ανοίξει και θα μας χαρίσει το υπέροχο χρώμα του και την γλυκιά γεύση εκείνης της πραγματικής ζωής, της απλής αλλά αληθινής σχέσης των ανθρώπων.

Μπάμπης Κοιλιάρης    (για την εφημερίδα των Καμποχώρων)

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.