Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Η άγρια φύση

 

Η άγρια φύση

Ιστορίες και θρύλοι από την εποχή που ζούσαμε στα χωριά μας


 

του Μπάμπη Κοιλιάρη

Η Άνοιξη είχε μπει για τα καλά. Οι βροχές είχαν πια σταματήσει και τα αγριολούλουδα στόλιζαν με κάθε λογής χρώματα την καταπράσινη γη. Οι πυρρόχρωμες λαλάδες λιγοστές πια, παραχωρούσαν την θέση τους στις ανεμώνες και στις μαργαρίτες  που με τα δροσερά τους χρώματα μας άλλαζαν την διάθεση και μας προετοίμαζαν για τις άγιες ημέρες του Πάσχα. Τα χελιδόνια είχαν κάμει εδώ και πολύ καιρό την εμφάνισή τους στους ανοιξιάτικους ουρανούς. Τροφή τους, τα χιλιάδες ζουζούνια που τριγύριζαν στα λουλούδια μαζεύοντας αμέριμνα τη γύρη και πίνοντας το γλυκό νέκταρ. Έτσι με τον τρόπο τους βάζουν πάντα τη φύση στον ξέφρενο ρυθμό της καρποφορίας. Πως αλλιώς θα απολαμβάναμε τα ολόγλυκα φρούτα το καλοκαίρι; Πως θα γευόμαστε το λαχανικά και τα ζαρζαβάτια;

Ένα τέτοιο ανοιξιάτικο πρωινό ξεκινήσαμε για τα χωράφια στο ίσιο. Έπρεπε ο πατέρας να ξαναχτίσει κάποιες από τις ξερολιθιές που έπεσαν από τις πολυνεριές του χειμώνα. Πράγματι εκείνη τη χρονιά είχε ρίξει πολλές βροχές και οι ξεροτρόχαλοι τοίχοι που κρατούσαν τα σκαλοχώραφα του βουνού δεν άντεξαν και σε πολλά σημεία είχαν καταρρεύσει. Πρέπει να ξαναχτιστούν τώρα την άνοιξη που η ζέστη ακόμα δεν είναι πολλή και η δουλειά στα χωράφια γίνεται με άνεση.

Πριν ακόμα ψηλώσει ο ήλιος , καβάλα στη Μώρα ανηφορίζαμε τη μεσαριά. Από το τρυπάνι γεμίσαμε το πήλινο μπουρμπουλάκι με κρύο φρέσκο νερό. Βρέξαμε τον τρίχινο τουρβά που το βάλαμε μέσα για να κρατά δροσερό όλη μέρα, και συνεχίσαμε το δρόμο μας.

Οι σιδερόπετρες μάζευαν την ζεστή εκείνης της ηλιόλουστης μέρας και έκαναν τις γκρίζες σαύρες , τους κορκοδείλους όπως τους έλεγε η γιαγιά , να βγαίνουν από τις υγρές και σκοτεινές χαραμάδες που κρυβόταν. Όλοι τους σε παράταξη μας κοίταζαν με επιφύλαξη κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι σαν να μας χαιρετούσαν με μια σιωπηλή καλημέρα. Εγώ πάνω στο σαμάρι της Μώρας καμαρωτός, φορώντας την υφασμάτινη ασπριδερή κάσκα μου, λες και πήγαινα σε Αφρικάνικο Σαφάρι, είχα αρχίσει να τσιμπολογώ το κολατσιό. Ψωμί , ελιές και δυο κονσέρβες με ζαμπόν είχαμε πάρει μαζί για να κόψουμε την πείνα μας μέχρι το μεσημέρι που θα γυρίζαμε στο σπίτι. Όμως οι χουρμάδες της γιαγιάς ήταν πειρασμός . Έκανα το χέρι μου στο σακουλάκι και όλο τις λιγόστευα . Με τα κουκούτσια πετροβολούσα τους κορκοδείλους που δεν έδιναν και πολλή σημασία στις φοβέρες μου. Ώσπου σε λίγο φτάσαμε στο καλύβι. Αυτό το καλύβι ήταν το πρώτο σημάδι πως φτάσαμε στα δικά μας χωράφια. Ξεπέζεψα κοντά στις αγριαπηδιές και έτρεξα να κόψω μερικά αγριάπηδα.

-Δεν τρώγονται αυτά. Μου φώναξε ο πατέρας. Είναι σκληρά και στυφά. Εγώ έπρεπε να βεβαιωθώ και δοκίμασα ένα . Είχε δίκιο. Όμως το σχήμα τους ήταν τόσο γουστόζικο που έκοψα μια χούφτα για να τα πάρω μαζί μου στο σπίτι . Έμοιαζαν με μινιατούρες αχλαδιών και σκέφτηκα πως μπορούσα να τα πουλώ στο μπακάλικο που είχα στήσει στην αυλή μας, μαζί με τις πέτρινες πατάτες και το χωματένιο αλεύρι. Δεν ξέρω όμως αν χωρούσαν στη ζυγαριά που μου είχε φτιάξει ο πατέρας με κουτάκια από λούστρο παπουτσιών .

            Από αυτές τις σκέψεις με διέκοψε ο πατέρας τραβώντας με από το χέρι προς τα κάτω.

-Πάμε στη φιστικιά , μου λεει. Έλα σου έχω μια έκπληξη . Θα δεις. Τι θα κάναμε εκεί αφού δεν έχουν γίνει ακόμα τα φιστίκια; Γεμάτος απορία έτρεξα προς τα κάτω και έψαχνα μέσα στα αγριόχορτα που είχαν φυτρώσει γύρω από την ρίζα της .

-Όχι εκεί, μου είπε ο πατέρας. Κοίταξε πάνω.

            Σήκωσα το κεφάλι ανυπόμονα και τυφλώθηκα από τον ήλιο που βρισκόταν πια αρκετά ψηλά στον ουρανό. - Τι έχει πάνω ; ρώτησα. Με πήρε από την άλλη πλευρά και σηκώνοντας το χέρι μου έδειξε πάνω σε μια διχάλα που ήταν μια φωλιά από πουλάκια. Το ένα πετάριζε στο διπλανό κλαδί ανήσυχο και μόλις μας είδε να στεκόμαστε εκεί και να το παρατηρούμε, πέταξε στη διπλανή ελιά.

-Σου έχω και άλλη έκπληξη, μου λεει. Μέσα στη φωλιά έχει τρία πουλάκια. Τα παρακολουθώ από καιρό. Το ζευγάρι έκαμε τέσσερα αυγά και βγήκαν μόνο τα τρία . Δεν πρέπει να έχουν βγάλει φτερά ακόμα. Θέλω να δεις. Να δεις πως είναι . Θέλω να ξέρεις. Βλέπεις τότε ακόμα δεν υπήρχαν οι τηλεοράσεις με τα επιστημονικά ντοκιμαντέρ . Κιόλα αυτά τα μαθαίναμε απ ευθείας από την ίδια τη φύση .

Έτρεξε λοιπόν ο πατέρας και κάτω από κάτι ξερά πουρνάρια έβγαλε την ξύλινη σκάλα που είχε κρυμμένη για να τη χρησιμοποιεί στο  κλάδεμα. Την έστησε στην φιστικιά και ανέβηκε πρώτος εκείνος για να βεβαιωθεί πως τα πουλάκια ήταν ακόμα εκεί , όπως το υπολόγιζε.

Μόλις έφτασε στη φωλιά τον άκουσα να φωνάζει: Ε! Όχι που να πάρει....!

-Τι τρέχει; τον ρώτησα. Τότε ο πατέρας χωρίς να μου απαντήσει, έσπασε ένα ξερό κλαδί με το οποίο ξερίζωσε τη φωλιά και την έριξε στο χώμα. Στη συνέχεια αφού κατέβηκε γρήγορα τη σκάλα άρπαξε μια πέτρα και την έριξε με δύναμη πάνω της. Δεν ήξερα τι έκανε μέχρι που πήγα κοντά και διαπίστωσα κάτι φριχτό. Μέσα στη φωλιά καθόταν ένα φίδι που μέσα στην κοιλιά του σχηματιζόταν τρεις μικροί σβώλοι . Ο πατέρας με κοίταξε με απογοήτευση. Η έκπληξη που μου ετοίμαζε δεν είχε την κατάληξη που περίμενε. Αυτή είναι η φύση , μου είπε και μου χάιδεψε το κεφάλι.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.