Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Η αυλή μας

 

Η αυλή μας

Ιστορίες και θρύλοι από την εποχή που ζούσαμε στα χωριά μας

        Η γέρικη τσικουδιά με την τεράστια κουφάλα της φάνταζε στα μάτια μου σα μια  χοντρή γριά  με ορθάνοιχτο το στόμα , που έτρωγε τα μικρά και άτακτα παιδάκια . Τη φοβόμουν και τη μισούσα  , γι αυτό πολλές φορές τη χτυπούσα με πέτρες και καρφιά.. Κι εκείνη έκλεγε. Από κάθε πληγή έτρεχε ένα δάκρυ αστραφτερό σα διαμάντι , σαν αυτό της μαστίχας . Η γιαγιά γινόταν έξω φρενών  όταν έβλεπε τα χέρια μου γεμάτα κρεμεντίνες και προσπαθούσε να μου τα καθαρίσει με λάδι.

          Αργότερα  η τσικουδιά ήταν κάτι σαν παιδική χαρά . Μέσα στην κουφάλα της χωρούσαν 2 - 3 παιδάκια . Εκεί ήταν η κρυψώνα μας. Μέσα ήταν σαν παραμυθένιος πύργος . Το λιγοστό φως που έμπαινε από τις τρύπες στο πάνω μέρος και οι αράχνες που έστηναν επίμονα ιστούς όσο κι αν  εμείς επιμέναμε να τους χαλούμε , έδιναν στην κουφάλα την αίσθηση πως υπάρχει εκεί κάποια μάγισσα  που θα ‘ρθει από ώρα σε ώρα και θα μας μεταμορφώσει σε νυχτερίδες.

          Όμως αυτή η γριά με τα φουντωτά πράσινα μαλλιά μας προστάτευε σαν ομπρέλα όλο το καλοκαίρι από τον καυτερό ήλιο. Τα σήκωνε ψηλά με τα αμέτρητα μπράτσα της  και τα άπλωνε σε όλη την αυλή χαρίζοντάς μας ένα παχύ ίσκιο. Δεν μας χάρισε όμως ποτέ ούτε ένα τσίκουδο. Ήταν πολύ γριά και δεν μπορούσε να τα ωριμάσει μέχρι το τέλος. Στείρα την έλεγε η γιαγιά. 

          Μετά , κατά το Φθινόπωρο άλλαζε η μόδα. Τα  σγουρά μαλλιά της έπαιρναν ένα κιτρινοκόκκινο χρώμα  κάνοντας την αυλή μας ασορτί  με την εποχή. Δεν κρατούσε όμως για πολύ γιατί σε λίγο καιρό τα έχανε όλα . Μαδούσαν και έβαζαν την γιαγιά σε μπελάδες. Συνεχώς γύριζε με ένα τσίγκινο φαράσι και μάζευε τα πεσμένα φύλλα από την αυλή. - Στύβουν , έλεγε , και δεν καθαρίζει το τσιμέντο όλο το χειμώνα. Ακόμα φράζουν τα στόμια της φουντάνας και βρομίζει το νερό της. Η φουντάνα βρισκόταν στο πλάι του σπιτιού τριγυρισμένη από ένα ξεροτρόχαλο χαμηλό τοίχο. Δεν μας άφηναν να πλησιάσουμε ποτέ κοντά. Όλη η λάτρα του σπιτιού γινόταν από το νερό της γιατί η βρύση του χωριού ήταν πολύ μακριά  . Τουλάχιστον δέκα φορές την ημέρα βγάζαμε δροσερό νεράκι για τις ανάγκες του σπιτιού και για το πότισμα των λουλουδιών και των ζώων. Η σύκλα ανεβοκατέβαινε και το χορτάρινο σχοινί  τριβόταν συνεχώς στο ίδιο σημείο αφήνοντας μια βαθιά πληγή στην πλάκα , πάνω στα χείλια του πηγαδιού. Κάθε φορά  η γιαγιά μας έλεγε το αίνιγμα : - << Ανεβαίνει κατεβαίνει κι όλο το βρακί της δένει >> Τι είναι ;

Η  σίκλα στο πηγάδι ! Απαντούσαμε εμείς , νομίζοντας ότι βρήκαμε κάτι σπουδαίο . Πίσω από το πηγάδι μοσχομύριζε το δεντρολίβανο και δίπλα το μικρό περιβολάκι, τριγυρισμένο πρόχειρα με αυτοσχέδιους πασσάλους και κοτετσόσυρμα. Και  με την κοντόχοντρη λεμονιά και το γιασεμί  που τα βράδια δεν άντεχες τη μυρωδιά του. Γύρω γύρω λίγα μαστιχάκια  στόλιζαν τα χαμηλά.

          Τούτο το περιβολάκι ήταν το στολίδι της αυλής μαζί με το φούρνο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Εκεί έψηνε η γιαγιά τα γλυκά των Χριστουγέννων και τα κουλουράκια το Πάσχα. Ευωδίαζε το τσικουδόλαδο μέσα στα κουρκουμπίνια και τα μελομακάρονα . Έτσι αγνά, απλά  αυθόρμητα , χωρίς συντηρητικά  έψηνε τα φαγητά της η γιαγιά στο τζάκι που είχε κάμει ο παππούς μπροστά στο φούρνο. Λίγα ξύλα από το χωράφι, και η φωτιά κάτω από το μαυρισμένο πήλινο τσουκάλι της ήταν η μαγική συνταγή. Τα κουκιά και τα ρεβίθια , σιγοψημένα  στα ξύλα με το γροθοσκασμένο κρεμμύδι και το λιόλαδο δεν συγκρινόταν με κανένα γαλλικό ή κινέζικο μενού στα πιο ακριβά εστιατόρια. Κι εκείνο το σιταρένιο ψωμί , αλειμμένο με το λάδι και πασπαλισμένο με ζάχαρη για κολατσιό ήταν αμβροσία. Για νέκταρ πίναμε ένα ποτήρι ζεστό κατσικίσιο γάλα κάθε βράδυ πριν απ τον ύπνο.

          Η αυλή μας παλιά ήταν βοτσαλωτή Άσπρα βότσαλα του ποταμού , απλωμένα το ένα δίπλα στο άλλο έμοιαζαν με εκατοντάδες αυγά που περίμεναν να γίνουν κόκκινα το Πάσχα και να καταλήξουν στο στομάχι μας. Όμως όταν μεγάλωσα λίγο και άρχισα να  περπατώ, ο πατέρας αποφάσισε να τα σκεπάσει με τσιμέντο για να μην έχουνε ατυχήματα. Τα αυγά περιμένουν ακόμα εκεί από κάτω , μια μέρα να τα ξεσκεπάσω για να εκπληρωθεί η επιθυμία μου. Να γίνει αυτό που δεν έγινε τότε. Να γίνει η αυλή μας όπως ήταν παλιά.

Δεν ξέρω πως γίνεται  και θυμάμαι τόσα πράγματα από τόσο μικρός. Ίσως ήταν τόσο σημαντικά για μένα , όσο ασήμαντα και καθημερινά φαινόταν για τους μεγάλους. Ίσως γιατί χάθηκαν μαζί με το χαμό των παππούδων και είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την απλότητα της ζωής, εκεί που μπορεί κανείς να βρει το αληθινό νόημά της . Ίσως πάλι μερικές δουλειές να έμειναν ατέλειωτες και πρέπει κάποιος να τις τελειώσει.

Τα πεσμένα φύλλα  της τσικουδιάς θέλουν πάλι σκούπισμα. Θα φράξουν τα κανάλια και δε θα χουμε νερό το καλοκαίρι

Μπάμπης Κοιλιάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε αφήστε το σχόλιο σας.